Anonymous

οἴκτιστος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴκτιστος]], -ίστη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άξιος]] πολύ μεγάλου οίκτου, [[πάρα]] πολύ [[αξιοθρήνητος]] («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>οἴκτιστα</i><br />με [[πάρα]] πολύ οίκτο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οἰκτίστως</i> (Α)<br />με οίκτιστο τρόπο, με [[πάρα]] πολύ οίκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. [[οἰκτρός]] (σχηματισμένος από το θ. της λ. [[οἶκτος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιστος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αἰσχ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσχρός]], <i>ἔχθ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐχθρός]])].
|mltxt=[[οἴκτιστος]], -ίστη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άξιος]] πολύ μεγάλου οίκτου, [[πάρα]] πολύ [[αξιοθρήνητος]] («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>οἴκτιστα</i><br />με [[πάρα]] πολύ οίκτο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οἰκτίστως</i> (Α)<br />με οίκτιστο τρόπο, με [[πάρα]] πολύ οίκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. [[οἰκτρός]] (σχηματισμένος από το θ. της λ. [[οἶκτος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιστος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αἰσχ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσχρός]], <i>ἔχθ</i>-<i>ιστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐχθρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἴκτιστος:''' -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του [[οἰκτρός]] (πρβλ. [[αἰσχρός]], [[αἴσχιστος]]), [[πλέον]] [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]], σε Όμηρ.· ουδ. πληθ. <i>οἴκτιστα</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}