Anonymous

νυκτιφρούρητος: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτιφρούρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη [[νύχτα]] («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φρουρῶ</i>).
|mltxt=[[νυκτιφρούρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη [[νύχτα]] («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φρουρῶ</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτιφρούρητος:''' -ον, αυτός που φρουρεί κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Αισχύλ.
}}
}}