Anonymous

οἰκονομία: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[οἰκονομία]])<br /><b>1.</b> η [[διαχείριση]] τών εσόδων και εξόδων του σπιτιού<br /><b>2.</b> η σκόπιμη [[διάταξη]] τών [[μερών]] ενός λογοτεχνικού έργου, η [[δομή]], η [[αρχιτεκτονική]] (α. «η [[οικονομία]] του δράματος» β. «σκηνική [[οικονομία]]» — η [[διάρθρωση]] τών σκηνών και τών διαλόγων του θεατρικού έργου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αληθοφάνειας και της αναγκαιότητας<br />γ. «ὁρῶμεν δὲ καὶ ποιητὰς... ταῑς οἰκονομίαις καὶ τοῑς ἤθεσιν ἄγειν καὶ κινεῑν ἀκροατὰς φιλοτεχνοῡντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θεία]] [[οικονομία]]» ή, [[απλώς]], «[[οικονομία]]» — το όλο [[σχέδιο]] του θεού για τη [[σωτηρία]] του κόσμου<br />β) «εκκλησιαστική [[οικονομία]]» — εκκλησιαστική [[αρχή]] η οποία προσδιορίζει τις βασικές προϋποθέσεις ποιμαντικής παρέμβασης της κανονικής αυθεντίας της Εκκλησίας για την εύρυθμη [[λειτουργία]] ενός εκκλησιαστικού σώματος ή μιας ομάδας πιστών ή ενός πιστού [[μέσα]] στα πλαίσια της ευρύτερης πνευματικής αποστολής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών παραγωγικών σχέσεων που υπάρχουν σε μία δεδομένη [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ενεργειών του ατόμου ως μέλους της κοινωνίας για την [[εξασφάλιση]] τών υλικών αγαθών<br /><b>3.</b> [[φειδωλή]] [[χρήση]], [[αποφυγή]] τών περιττών δαπανών, της σπατάλης (α. «[[πρέπει]] να κάνουμε [[οικονομία]] [[γιατί]] θα πεινάσουμε» β. «[[οικονομία]] δυνάμεων»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι οικονομίες</i><br />τα χρήματα που αποταμιεύει [[κάποιος]] για στοιχειώδεις ανάγκες κάνοντας [[περικοπή]] μέρους τών καθημερινών δαπανών («με τις οικονομίες του θα αγοράσει ένα μικρό [[διαμέρισμα]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «αγροτική [[οικονομία]]» — ο [[τομέας]] της οικονομικής δραστηριότητας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την αγροτική [[παραγωγή]]<br />β) «ανεπτυγμένη [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που βρίσκεται σε ικανοποιητικό [[στάδιο]] εξέλιξης ως [[προς]] το [[κατά]] κεφαλήν [[εισόδημα]] του πληθυσμού και τη [[διάρθρωση]] της παραγωγής, γ) «ανοιχτή [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που έχει συναλλακτικές σχέσεις με άλλες οικονομίες<br />δ) «[[δημόσια]] [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] της οποίας [[φορέας]] [[είναι]] το [[δημόσιο]], δηλ. το [[κράτος]], οι δήμοι και οι κοινότητες, η [[εκκλησία]], τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, σε [[αντιδιαστολή]] με την ιδιωτική [[οικονομία]]<br />ε) «[[δυναμική]] [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου ποσοτικά και ποιοτικά, [[χωρίς]] να εμφανίζει [[στασιμότητα]]<br />στ) «εθνική [[οικονομία]]» — το [[σύνολο]] τών οικονομικών κλάδων μιας χώρας στο οποίο συμπεριλαμβάνεται τόσο η [[σφαίρα]] της παραγωγής όσο και η [[σφαίρα]] τών υπηρεσιών<br />ζ) «ελεύθερη [[οικονομία]]» — το οικονομικό [[σύστημα]] στο οποίο επιτρέπεται η ελεύθερη [[δράση]] της ιδιωτικής επιχείρησης, υπάρχει [[ανταγωνισμός]] και ελεύθερη [[αγορά]] και αναγνωρίζεται η [[ιδιοκτησία]]<br />η) «ιδιωτική [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] της οποίας [[φορέας]] [[είναι]] οι ιδιώτες<br />θ) «κλειστή [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που περιορίζει τις δραστηριότητες της στα εθνικά όρια, [[χωρίς]] εισαγωγές και εξαγωγές<br />ι) «[[οικονομία]] της αγοράς» — οικονομικό [[σύστημα]] στο οποίο ο αυτορρυθμιζόμενος [[μηχανισμός]] της αγοράς καθορίζει την [[παραγωγή]], την [[κατανομή]] και την [[κατανάλωση]], με αντίστοιχο περιορισμό ή ελαχιστοποίηση της παρέμβασης μιας κεντρικής συντονιστικής αρχής ή εξουσίας<br />ια) «[[πολιτική]] [[οικονομία]]» — η [[επιστήμη]] που μελετά την [[παραγωγή]], [[κατανομή]] και [[κατανάλωση]] τών υλικών αγαθών<br />ιβ) «ζωική [[οικονομία]]» — [[τάξη]] και [[αρμονία]] του συνόλου τών φυσικών λειτουργιών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακανονισμός]], [[διευθέτηση]], [[ρύθμιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[επιστασία]] του οίκου<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του επόπτη διαχείρισης του σπιτιού<br /><b>3.</b> η [[διοίκηση]], η [[διακυβέρνηση]]<br /><b>4.</b> το [[δημόσιο]] [[εισόδημα]] μιας πολιτείας<br /><b>5.</b> [[ραδιουργία]], [[μηχανορραφία]]<br /><b>6.</b> [[συμβόλαιο]] ή νομικό [[έγγραφο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκονόμος]]. Τη λ. δανείστηκαν πολλές ξένες γλώσσες, με [[αποτέλεσμα]] να καταστεί [[σχεδόν]] [[διεθνής]] όρος (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>economy</i>, γαλλ. <i>economic</i> γερμ. <i>Okonomie</i>)].
|mltxt=η (ΑΜ [[οἰκονομία]])<br /><b>1.</b> η [[διαχείριση]] τών εσόδων και εξόδων του σπιτιού<br /><b>2.</b> η σκόπιμη [[διάταξη]] τών [[μερών]] ενός λογοτεχνικού έργου, η [[δομή]], η [[αρχιτεκτονική]] (α. «η [[οικονομία]] του δράματος» β. «σκηνική [[οικονομία]]» — η [[διάρθρωση]] τών σκηνών και τών διαλόγων του θεατρικού έργου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αληθοφάνειας και της αναγκαιότητας<br />γ. «ὁρῶμεν δὲ καὶ ποιητὰς... ταῑς οἰκονομίαις καὶ τοῑς ἤθεσιν ἄγειν καὶ κινεῑν ἀκροατὰς φιλοτεχνοῡντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[θεία]] [[οικονομία]]» ή, [[απλώς]], «[[οικονομία]]» — το όλο [[σχέδιο]] του θεού για τη [[σωτηρία]] του κόσμου<br />β) «εκκλησιαστική [[οικονομία]]» — εκκλησιαστική [[αρχή]] η οποία προσδιορίζει τις βασικές προϋποθέσεις ποιμαντικής παρέμβασης της κανονικής αυθεντίας της Εκκλησίας για την εύρυθμη [[λειτουργία]] ενός εκκλησιαστικού σώματος ή μιας ομάδας πιστών ή ενός πιστού [[μέσα]] στα πλαίσια της ευρύτερης πνευματικής αποστολής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών παραγωγικών σχέσεων που υπάρχουν σε μία δεδομένη [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ενεργειών του ατόμου ως μέλους της κοινωνίας για την [[εξασφάλιση]] τών υλικών αγαθών<br /><b>3.</b> [[φειδωλή]] [[χρήση]], [[αποφυγή]] τών περιττών δαπανών, της σπατάλης (α. «[[πρέπει]] να κάνουμε [[οικονομία]] [[γιατί]] θα πεινάσουμε» β. «[[οικονομία]] δυνάμεων»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι οικονομίες</i><br />τα χρήματα που αποταμιεύει [[κάποιος]] για στοιχειώδεις ανάγκες κάνοντας [[περικοπή]] μέρους τών καθημερινών δαπανών («με τις οικονομίες του θα αγοράσει ένα μικρό [[διαμέρισμα]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «αγροτική [[οικονομία]]» — ο [[τομέας]] της οικονομικής δραστηριότητας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την αγροτική [[παραγωγή]]<br />β) «ανεπτυγμένη [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που βρίσκεται σε ικανοποιητικό [[στάδιο]] εξέλιξης ως [[προς]] το [[κατά]] κεφαλήν [[εισόδημα]] του πληθυσμού και τη [[διάρθρωση]] της παραγωγής, γ) «ανοιχτή [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που έχει συναλλακτικές σχέσεις με άλλες οικονομίες<br />δ) «[[δημόσια]] [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] της οποίας [[φορέας]] [[είναι]] το [[δημόσιο]], δηλ. το [[κράτος]], οι δήμοι και οι κοινότητες, η [[εκκλησία]], τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, σε [[αντιδιαστολή]] με την ιδιωτική [[οικονομία]]<br />ε) «[[δυναμική]] [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου ποσοτικά και ποιοτικά, [[χωρίς]] να εμφανίζει [[στασιμότητα]]<br />στ) «εθνική [[οικονομία]]» — το [[σύνολο]] τών οικονομικών κλάδων μιας χώρας στο οποίο συμπεριλαμβάνεται τόσο η [[σφαίρα]] της παραγωγής όσο και η [[σφαίρα]] τών υπηρεσιών<br />ζ) «ελεύθερη [[οικονομία]]» — το οικονομικό [[σύστημα]] στο οποίο επιτρέπεται η ελεύθερη [[δράση]] της ιδιωτικής επιχείρησης, υπάρχει [[ανταγωνισμός]] και ελεύθερη [[αγορά]] και αναγνωρίζεται η [[ιδιοκτησία]]<br />η) «ιδιωτική [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] της οποίας [[φορέας]] [[είναι]] οι ιδιώτες<br />θ) «κλειστή [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] που περιορίζει τις δραστηριότητες της στα εθνικά όρια, [[χωρίς]] εισαγωγές και εξαγωγές<br />ι) «[[οικονομία]] της αγοράς» — οικονομικό [[σύστημα]] στο οποίο ο αυτορρυθμιζόμενος [[μηχανισμός]] της αγοράς καθορίζει την [[παραγωγή]], την [[κατανομή]] και την [[κατανάλωση]], με αντίστοιχο περιορισμό ή ελαχιστοποίηση της παρέμβασης μιας κεντρικής συντονιστικής αρχής ή εξουσίας<br />ια) «[[πολιτική]] [[οικονομία]]» — η [[επιστήμη]] που μελετά την [[παραγωγή]], [[κατανομή]] και [[κατανάλωση]] τών υλικών αγαθών<br />ιβ) «ζωική [[οικονομία]]» — [[τάξη]] και [[αρμονία]] του συνόλου τών φυσικών λειτουργιών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακανονισμός]], [[διευθέτηση]], [[ρύθμιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[επιστασία]] του οίκου<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του επόπτη διαχείρισης του σπιτιού<br /><b>3.</b> η [[διοίκηση]], η [[διακυβέρνηση]]<br /><b>4.</b> το [[δημόσιο]] [[εισόδημα]] μιας πολιτείας<br /><b>5.</b> [[ραδιουργία]], [[μηχανορραφία]]<br /><b>6.</b> [[συμβόλαιο]] ή νομικό [[έγγραφο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκονόμος]]. Τη λ. δανείστηκαν πολλές ξένες γλώσσες, με [[αποτέλεσμα]] να καταστεί [[σχεδόν]] [[διεθνής]] όρος (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>economy</i>, γαλλ. <i>economic</i> γερμ. <i>Okonomie</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκονομία:''' ἡ, [[διαχείριση]] οικιακών ή οικογενειακών υποθέσεων, [[επιστασία]] οίκου, [[οικονομία]], [[φειδώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}