Anonymous

ὀκέλλω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(5)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okello
|Transliteration C=okello
|Beta Code=o)ke/llw
|Beta Code=o)ke/llw
|Definition==<b class="b3">κέλλω</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1159</span> : impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ὤκελλον <span class="bibl">H
|Definition== [[κέλλω]], Ar.Ach.1159: impf. ὤκελλον.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] = [[κέλλω]], bes. τὰς ναῦς, Schiffe auf den Strand treiben, scheitern lassen, δεινὸς [[κλύδων]] ὤκειλε ναῦν πρὸς γῆν, Eur. I. T. 1379; Her. 8, 84; τὸν [[ἑαυτοῦ]] κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν, Thuc. 4, 12; allgemeiner, Nic. Ther. 295, τὸν πλόον ὀκέλλει, treibt, nimmt den Lauf; – auch intr., τῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι, Xen. An. 7, 5, 12, stranden; komisch Ar. Ach. 1123; – übertr., ὤκειλεν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾶς σωφροσύνης, er ging über, Ath. VI, 274 e; κακὸν ἐς ἀνήκεστον, Aret.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0315.png Seite 315]] = [[κέλλω]], bes. τὰς ναῦς, Schiffe auf den Strand treiben, scheitern lassen, δεινὸς [[κλύδων]] ὤκειλε ναῦν πρὸς γῆν, Eur. I. T. 1379; Her. 8, 84; τὸν [[ἑαυτοῦ]] κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν, Thuc. 4, 12; allgemeiner, Nic. Ther. 295, τὸν πλόον ὀκέλλει, treibt, nimmt den Lauf; – auch intr., τῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι, Xen. An. 7, 5, 12, stranden; komisch Ar. Ach. 1123; – übertr., ὤκειλεν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾶς σωφροσύνης, er ging über, Ath. VI, 274 e; κακὸν ἐς ἀνήκεστον, Aret.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ὤκειλα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire aborder;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ναῦν) aborder.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκέλλω:'''<br /><b class="num">1</b> [[прибивать]] (к берегу), причаливать (ναῦν πρὸς γῆν Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[прибиваться к берегу]]: ὀ. καὶ ἐκπίπτειν Xen. налететь на берег и потерпеть крушение.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκέλλω''': ὡς τὸ [[κέλλω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, Ξεν.: παρατ. ὤκελλον Ἡρόδ.: ἀόρ. ὤκειλα· - ναυτικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει, Ι. μεταβ. ἐπὶ ναυτῶν, [[ῥίπτω]] τὸ [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηράν, τὰς νῆας Ἡρόδ. 8. 84, Θουκ. 4. 11· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ι. Τ. 1379 2) πλόον [[ὀκέλλω]], [[διευθύνω]] τὸν πλοῦν, Νικ. Θ. 295· ἔτι καὶ στίβον ὀκ. [[αὐτόθι]] 321. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ πλοίου, [[πίπτω]] εἰς τὴν ξηράν, «πέφτω ἔξω», Θουκ. 2. 91., Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· οὕτω μεταφ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, πρβλ. Ἀθήν. 274F· - Λέξις πεζογραφικὴ ἀπαντῶσα [[ἅπαξ]] παρ’ Εὐρ.· ὁ ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[κέλλω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ὀκέλλω''': ὡς τὸ [[κέλλω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, Ξεν.: παρατ. ὤκελλον Ἡρόδ.: ἀόρ. ὤκειλα· - ναυτικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει, Ι. μεταβ. ἐπὶ ναυτῶν, [[ῥίπτω]] τὸ [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηράν, τὰς νῆας Ἡρόδ. 8. 84, Θουκ. 4. 11· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ι. Τ. 1379 2) πλόον [[ὀκέλλω]], [[διευθύνω]] τὸν πλοῦν, Νικ. Θ. 295· ἔτι καὶ στίβον ὀκ. [[αὐτόθι]] 321. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ πλοίου, [[πίπτω]] εἰς τὴν ξηράν, «πέφτω ἔξω», Θουκ. 2. 91., Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· οὕτω μεταφ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, πρβλ. Ἀθήν. 274F· - Λέξις πεζογραφικὴ ἀπαντῶσα [[ἅπαξ]] παρ’ Εὐρ.· ὁ ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[κέλλω]], ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ὤκειλα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire aborder;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ναῦν) aborder.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῡν» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
|mltxt=[[ὀκέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ναύτη) [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φτάνω]] («[[ἄλγημα]]... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)<br /><b>4.</b> (με ηθ. σημ.) [[παραστρατώ]] («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀκέλλω]] πλοῦν» — [[διευθύνω]] το [[πλοίο]] ως [[πηδαλιούχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κέλλω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκέλλω:''' = [[κέλλω]]· παρατ. <i>ὤκελλον</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκειλα</i>· [[ναυτικός]] όρος, που χρησιμ.:<br /><b class="num">I.</b> μτβ., για τους ναύτες, [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]] ή στην [[ακτή]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., για το [[πλοίο]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]], σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως, μεταφ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀκέλλω:''' = [[κέλλω]]· παρατ. <i>ὤκελλον</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκειλα</i>· [[ναυτικός]] όρος, που χρησιμ.:<br /><b class="num">I.</b> μτβ., για τους ναύτες, [[ρίχνω]] το [[πλοίο]] στην [[ξηρά]] ή στην [[ακτή]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., για το [[πλοίο]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] στην [[ξηρά]], [[προσαράζω]], σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως, μεταφ., σε Αριστοφ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[κέλλω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[κέλλω]]<br />a [[nautical]] [[word]], used,<br /><b class="num">I.</b> [[transitive|trans.]] of the seamen, to run [a [[ship]] [[aground]] or on [[shore]], Hdt., Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. of the [[ship]], to run [[aground]], Thuc., Xen.; so, metaph., Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὀκέλλω''': {okéllō}<br />'''See also''': s. [[κέλλω]].<br />'''Page''' 2,373
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ρίχνω τό πλοῖο στή στεριά). Ἀπό τό ο προθεματικό + [[κέλλω]] (=[[κατευθύνω]] τό πλοῖο στήν [[ἀκτή]]). Ἀπό τό [[κέλλω]] παράγεται τό [[κέλης]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[applicare]] (navem)'', to [[beach]] (a ship), [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.91.4/ 2.91.4], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ᾤκ]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.11.4/ 4.11.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.12.1/ 4.12.1].
}}
}}