Anonymous

οἰκτειρέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_14)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκτειρέω''': μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[οἰκτείρω]], ἀλλ’ ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ μέλλοντι οἰκτειρήσω Σχόλ. Ὀδ. Δ. 740, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 13, 14), Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ᾠκτείρησσα Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 353· παθ. ἀόρ. οἰκτειρηθῆναι [[αὐτόθι]]. 637. - Ἐντεῦθεν οἰκτείρημα, τό, = [[οἰκτιρμός]], Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΗ΄, 3), Καιν. Διαθ.· οἰκτείρησις, εως, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 741.
|lstext='''οἰκτειρέω''': μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[οἰκτείρω]], ἀλλ’ ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ μέλλοντι οἰκτειρήσω Σχόλ. Ὀδ. Δ. 740, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 13, 14), Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ᾠκτείρησσα Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 353· παθ. ἀόρ. οἰκτειρηθῆναι [[αὐτόθι]]. 637. - Ἐντεῦθεν οἰκτείρημα, τό, = [[οἰκτιρμός]], Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΗ΄, 3), Καιν. Διαθ.· οἰκτείρησις, εως, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 741.
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκτειρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, μεταγεν. [[τύπος]] του [[οἰκτείρω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}