Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰνωπός: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[οἰνωπός]], -ή, -όν, θηλ. και -ός) [[οίνοψ]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρασιού, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερυθρωπός]], [[κοκκινωπός]] («οὐδ' [[ὠχρός]], οὐδ' ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ<br />νυν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαυρειδερός]], [[μελαψός]]<br /><b>3.</b> [[μαύρος]] και [[γυαλιστερός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[οἰνωπός]], -ή, -όν, θηλ. και -ός) [[οίνοψ]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρασιού, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερυθρωπός]], [[κοκκινωπός]] («οὐδ' [[ὠχρός]], οὐδ' ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ<br />νυν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαυρειδερός]], [[μελαψός]]<br /><b>3.</b> [[μαύρος]] και [[γυαλιστερός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνωπός:''' -ή, -όν και -ός, -όν, = [[οἶνοψ]], σε Ευρ.· αυτός που έχει νεανική και ροδαλή [[επιδερμίδα]], στον ίδ., Θεόκρ.
}}
}}