3,274,216
edits
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηλεής]] και [[νηλής]] και επικ. τ. νηλειής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ανηλεής]], [[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός τον οποίο [[κανείς]] δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... [[σῶμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νηλεὲς [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] του θανάτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηλεώς</i> και επικ. τ. <i>νηλειώς</i> (Α)<br />με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλεής]] [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλεος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ηλεής</i>. Ο τ. [[νηλής]] από το [[νηλεής]] με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. <i>νηλειής</i> με -<i>ει</i>- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα [[δεσμά]], την [[ημέρα]] του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό δεν [[είναι]] η λ. [[ἔλεος]] [[αλλά]] το ρ. [[ἀλέομαι]] «[[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], θεωρήθηκε ότι και η λ. [[ἔλεος]] προέρχεται από [[νηλεής]] με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει [[κανείς]]», που εξελίχθηκε στη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Η [[άποψη]] όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, [[καθώς]] η λ. [[νηλεής]] ως επίθ. προσδιοριστικό του [[χαλκός]] και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Το ανθρωπωνύμιο [[Νηλεύς]], [[τέλος]], έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το [[νηλεής]], ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. [[νέομαι]]]. | |mltxt=[[νηλεής]] και [[νηλής]] και επικ. τ. νηλειής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ανηλεής]], [[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός τον οποίο [[κανείς]] δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... [[σῶμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νηλεὲς [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] του θανάτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηλεώς</i> και επικ. τ. <i>νηλειώς</i> (Α)<br />με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλεής]] [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλεος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ηλεής</i>. Ο τ. [[νηλής]] από το [[νηλεής]] με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. <i>νηλειής</i> με -<i>ει</i>- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα [[δεσμά]], την [[ημέρα]] του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό δεν [[είναι]] η λ. [[ἔλεος]] [[αλλά]] το ρ. [[ἀλέομαι]] «[[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], θεωρήθηκε ότι και η λ. [[ἔλεος]] προέρχεται από [[νηλεής]] με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει [[κανείς]]», που εξελίχθηκε στη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Η [[άποψη]] όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, [[καθώς]] η λ. [[νηλεής]] ως επίθ. προσδιοριστικό του [[χαλκός]] και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Το ανθρωπωνύμιο [[Νηλεύς]], [[τέλος]], έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το [[νηλεής]], ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. [[νέομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νηλεής:''' -ές, βλ. [[νηλής]]. | |||
}} | }} |