3,274,819
edits
(28) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀδάξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] ως [[έκφραση]] πόνου ή έμμονης και [[μεγάλης]] οργής) με τα δόντια, δαγκωτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὀδάξ]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], προέρχεται από συμφυρμό του [[ὀδών]] και του ρ. [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]», με επιρρμ. κατάλ. –<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λάξ</i>, [[ἅπαξ]]). Οι τ. με αρκτ. <i>ἀ</i>- [[αντί]] <i>ὀ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀδαξάω]], [[ἀδαγμός]]) οφείλονται πιθ. σε αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>ὀ</i>- σε <i>ἀ</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ὀδάξ]] παράγεται από το θ. <i>δακ</i>- του [[δάκνω]] με προθεματικό αθροιστικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>πατρος</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ὀ</i>-[Ι]). Η [[άποψη]] ότι [[αρχικός]] [[είναι]] ο επιρρμ. τ. <i>δαξ</i> «με τα δόντια» δεν θεωρείται πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται απευθείας με τη λ. [[ὀδών]] μέσω μιας αμάρτυρης δοτ. <i>ὀδάσσ</i>(<i>ι</i>), [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>αξ</i>. Το επίρρ. [[ὀδάξ]] χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο με σημ. «[[πέφτω]] στη [[μάχη]]» για στρατιώτη που σκοτώνεται στον πόλεμο, ενώ με τη σημ. «με τα δόντια, δαγκωτά» χρησιμοποιήθηκε από τους κωμικούς ποιητές. Παράλληλα με το επίρρ. μαρτυρούνται και τα ρ. [[ὀδάξω]] / <i>ὀδαξῶ</i>, [[ὀδακτάζω]] / <i>ὀδακτίζω</i> με την ιατρική σημ. «[[προκαλώ]] κνησμό με [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>ἀδαχῶ</i>)]. | |mltxt=[[ὀδάξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] ως [[έκφραση]] πόνου ή έμμονης και [[μεγάλης]] οργής) με τα δόντια, δαγκωτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὀδάξ]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], προέρχεται από συμφυρμό του [[ὀδών]] και του ρ. [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]», με επιρρμ. κατάλ. –<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λάξ</i>, [[ἅπαξ]]). Οι τ. με αρκτ. <i>ἀ</i>- [[αντί]] <i>ὀ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀδαξάω]], [[ἀδαγμός]]) οφείλονται πιθ. σε αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>ὀ</i>- σε <i>ἀ</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ὀδάξ]] παράγεται από το θ. <i>δακ</i>- του [[δάκνω]] με προθεματικό αθροιστικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>πατρος</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ὀ</i>-[Ι]). Η [[άποψη]] ότι [[αρχικός]] [[είναι]] ο επιρρμ. τ. <i>δαξ</i> «με τα δόντια» δεν θεωρείται πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται απευθείας με τη λ. [[ὀδών]] μέσω μιας αμάρτυρης δοτ. <i>ὀδάσσ</i>(<i>ι</i>), [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>αξ</i>. Το επίρρ. [[ὀδάξ]] χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο με σημ. «[[πέφτω]] στη [[μάχη]]» για στρατιώτη που σκοτώνεται στον πόλεμο, ενώ με τη σημ. «με τα δόντια, δαγκωτά» χρησιμοποιήθηκε από τους κωμικούς ποιητές. Παράλληλα με το επίρρ. μαρτυρούνται και τα ρ. [[ὀδάξω]] / <i>ὀδαξῶ</i>, [[ὀδακτάζω]] / <i>ὀδακτίζω</i> με την ιατρική σημ. «[[προκαλώ]] κνησμό με [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>ἀδαχῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀδάξ:''' επίρρ., με τα δόντια, δαγκωτά, Λατ. [[mordicus]], σε Όμηρ.· ὀδὰξ [[ἕλον]] [[οὖδας]], με τα δόντια έπεσαν στο [[χώμα]], λέγεται για ανθρώπους που σκοτώθηκαν στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες</i>, σε Ευρ.· <i>ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες</i>, δαγκώνοντας τα χείλη για να κρύψουν την [[οργή]] τους, σε Ομήρ. Οδ.· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ [[δίκτυον]], σε Αριστοφ. (από το <i>δακ-εῖν</i> με το [[πρόθημα]] <i>ο</i>). | |||
}} | }} |