Anonymous

οἶκτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=οἰκτός, -ή, -όν (Α) [[οίγω]]<br />[[ανοιχτός]].
|mltxt=οἰκτός, -ή, -όν (Α) [[οίγω]]<br />[[ανοιχτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἶκτος:''' ὁ (οἴ, αχ!)·<br /><b class="num">1.</b> [[λύπηση]], [[έλεος]], συμπόνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικ., [[συμπάθεια]] προς, [[οἶκτος]] τῆς πόλιος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[έκφραση]] συμπάθειας, [[θρήνος]], [[αξιολύπητος]] [[οδυρμός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· και σε πληθ., σε Πλάτ., Ευρ.
}}
}}