Anonymous

ὁμίχλη: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />vapeur humide, brouillard, brume.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Μιχ, être humide.
|btext=ης (ἡ) :<br />vapeur humide, brouillard, brume.<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Μιχ, être humide.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμίχλη:''' ἡ, Ιων. [[ὀμίχλη]], Δωρ. ὁμίχλα,<br /><b class="num">1.</b> [[ομίχλη]], [[καταχνιά]] (όχι τόσο πυκνή όσο τα [[νέφος]], [[νεφέλη]]), σε Ομήρ. Ιλ.· κονίης [[ὀμίχλη]], [[σύννεφο]] σκόνης, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ομίχλη]] γύρω από τα μάτια, σε Αισχύλ.· σκοτεινιά, [[σκότος]], [[ζόφος]], σε Ανθ.
}}
}}