Anonymous

ὄναρ: Difference between revisions

From LSJ
1,124 bytes added ,  31 December 2018
5
(T22)
(5)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τό (an indeclinable [[noun]], used [[only]] in the nominative and accusative [[singular]]; the [[other]] cases are taken from [[ὄνειρος]]) (from [[Homer]] [[down]]); a [[dream]]: κατ' [[ὄναρ]], in a [[dream]], [[ὄναρ]] [[without]] [[κατά]] ([[which]] [[see]] II:2); [[see]] Lob. ad Phryn., p. 422ff; (Photius, Lex., p. 143,25f).
|txtha=τό (an indeclinable [[noun]], used [[only]] in the nominative and accusative [[singular]]; the [[other]] cases are taken from [[ὄνειρος]]) (from [[Homer]] [[down]]); a [[dream]]: κατ' [[ὄναρ]], in a [[dream]], [[ὄναρ]] [[without]] [[κατά]] ([[which]] [[see]] II:2); [[see]] Lob. ad Phryn., p. 422ff; (Photius, Lex., p. 143,25f).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄνᾰρ:''' τό, χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (οι υπόλοιπες πτώσεις από το [[ὄνειρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> όνειρο κατά τη [[διάρκεια]] του ύπνου, σε αντίθ. προς όραμα που εμφανίζεται στον ξύπνιο ([[ὕπαρ]]), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· [[ὥστε]] μηδ' [[ὄναρ]] [[ἰδεῖν]], λέγεται για βαθύ, ήρεμο ύπνο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> παροιμ., λέγεται για οτιδήποτε πρόσκαιρο ή αβέβαιο, ψευδές, ὀλιγοχρόνιον [[ὥσπερ]] [[ὄναρ]], σε Θέογν.· παρέρχεται ὡς [[ὄναρ]] [[ἥβη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ὄναρ]] ως επίρρ., στο όνειρο, στον ύπνο, [[ὄναρ]] [[ὑμᾶς]] [[καλῶ]], σε Αισχύλ.· μηδ' ἰδὼν [[ὄναρ]], [[ούτε]] καν στα όνειρά μου, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. [[ὕπαρ]].
}}
}}