3,274,919
edits
(29) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀμφαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή [[προεξοχή]] ή στρογγυλό [[κόσμημα]], ο [[ομφαλωτός]] («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — [[αστεϊσμός]] του <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] κωμική [[μεταφορά]] από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα [[είδος]] σύκου, που ονομαζόταν <i>ὀμφάλειος</i>, <b>Νίκ.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — [[χαρακτηρισμός]] της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο [[αστερισμός]] κατευθύνεται [[προς]] τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. [[προς]] τον [[πόλο]], [[προς]] τον πολικό αστέρα, (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θανατ</i>-<i>όεις</i>, <i>ιμερ</i>-<i>όεις</i>)]. | |mltxt=[[ὀμφαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή [[προεξοχή]] ή στρογγυλό [[κόσμημα]], ο [[ομφαλωτός]] («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — [[αστεϊσμός]] του <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] κωμική [[μεταφορά]] από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα [[είδος]] σύκου, που ονομαζόταν <i>ὀμφάλειος</i>, <b>Νίκ.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — [[χαρακτηρισμός]] της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο [[αστερισμός]] κατευθύνεται [[προς]] τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. [[προς]] τον [[πόλο]], [[προς]] τον πολικό αστέρα, (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θανατ</i>-<i>όεις</i>, <i>ιμερ</i>-<i>όεις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀμφᾰλόεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που έχει αφαλό ή στρογγυλό [[κόσμημα]], <i>ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης</i>, λέγεται για [[ασπίδα]] που στο [[κέντρο]] της είναι κυρτή, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ζυγὸν ὀμφαλόεν</i>, [[ζυγός]] βοδιών ή αλόγων που στο [[μέσο]] του έχει μικρό στρογγυλό [[κοίλωμα]], στο ίδ. | |||
}} | }} |