Anonymous

οἰκεῖος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ οἰκεῑος, -α, -ον, θηλ. και -ος, Α ιων. τ. [[οἰκήϊος]], -η, -ον) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον οίκο, στην [[οικογένεια]], [[οικογενειακός]], [[σπιτικός]] (α. «[[λέβης]] οἰκεῑος», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» — η οικογενειακή, η ιδιωτική [[περιουσία]], το [[νοικοκυριό]], Λυσ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που αποκλειστικά ανήκει σε κάποιον, ο [[δικός]] του, [[ιδιωτικός]], [[ατομικός]] (α. «πρὸς οἰκείας [[χερός]]» — με το ίδιο του το [[χέρι]]<br />β. «οἰκεῑα [[κακά]]»)<br /><b>3.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]] («στην οικεία [[θέση]]» — στην κατάλληλη, στην αρμόζουσα [[θέση]])<br /><b>4.</b> αυτός που προσιδιάζει στην ιδιαίτερη [[φύση]] ή στον χαρακτήρα κάποιου πράγματος («οἰκεία ἡδονὴ τῆς τραγῳδίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σχετικός]] με [[κάτι]], αυτός που αναφέρεται σε [[κάτι]] («για να βεβαιωθώ, θα ανατρέξω στις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας»)<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι οικείοι</i><br />α) στενοί συγγενείς β) στενοί φίλοι<br /><b>7.</b> [[φιλικός]], πολύ [[γνώριμος]] («αισθάνθηκα πιο ωραία, όταν βρέθηκα σε οικείο [[περιβάλλον]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο γνωρίζει [[κάποιος]] καλά, [[γνωστός]] («όσα διάβασα μού ήταν οικεία»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οικείᾳ βουλήσει» — εκουσίως, αυτοπροαίρετα, αυτοβούλως<br />β) «εξ οικείων τα βέλη» — πολλές φορές τα πλήγματα προέρχονται από τους φίλους ή τους στενούς συγγενείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[πατρίδα]], με τη [[γενέτειρα]], αυτός που έγινε [[μέσα]] στη [[χώρα]] («οἰκεῑοι πόλεμοι» — οι πόλεμοι τών ειλώτων που έγιναν [[μέσα]] στη Λακωνική, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («σῑτος οἰκεῑος καὶ οὐκ [[ἐπακτός]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκεῑον</i><br />η [[συγγένεια]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκεῑα</i><br />οι οικογενειακές, οι ιδιωτικές υποθέσεις<br /><b>5.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) αυτός που [[είναι]] φύσει [[προσφιλής]] στον άνθρωπο και στα ζώα, [[δηλαδή]] η ζωή («τὸ πρῶτον οἰκεῑον» — ό,τι αγάπησε ορμέμφυτα [[κανείς]] για πρώτη [[φορά]], δηλ. η ζωή, Χρύσ. Στωικ.)<br /><b>6.</b> αυτός που ασχολείται συστηματικά με [[κάτι]], που εντρυφεί σε [[κάτι]], που σπουδάζει («οἰκεῑοι σοφίας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>7.</b> αυτός που επιδίδεται σε [[κάτι]] («οἰκεῑος καινοτομίας», Ιάμβλ.)<br /><b>8.</b> [[φιλικός]], [[σύμμαχος]], ευνοϊκά διατεθειμένος [[προς]] κάποιον («οὐδὲν οἰκεῑον, [[πάντα]] δ' ἡγοῡνται πολέμια», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «οἰκεῑον [[ὄνομα]]» — [[λέξη]] η οποία λαμβάνεται με την κυριολεκτική και όχι με τη μεταφορική της [[σημασία]], Αριστοτ<br />β) «οἰκεῑα ζῴδια»<br /><b>αστρολ.</b> ζώδια του οίκου, της οικογένειας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οικείως</i> και -<i>α</i> (ΑΜ οἰκείως, Α ιων. τ. [[οἰκηΐως]])<br /><b>1.</b> με οικείο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[οικειότητα]], φιλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόθυμα]]<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], όπως αρμόζει<br /><b>3.</b> με [[σεμνότητα]], με [[ευπρέπεια]], όπως προσιδιάζει σε στενό συγγενή<br /><b>4.</b> με τρόπο που εξυπηρετεί το [[συμφέρον]] κάποιου («οἰκείως τῇ πόλει», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> σύμφωνα με [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (για [[λέξη]]) [[κατά]] [[γράμμα]], κυριολεκτικά<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «οἰκείως σχηματίζομαι»<br />(για πλανήτη) βρίσκομαι στη δική μου [[θέση]], στην οικεία [[θέση]].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ οἰκεῑος, -α, -ον, θηλ. και -ος, Α ιων. τ. [[οἰκήϊος]], -η, -ον) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον οίκο, στην [[οικογένεια]], [[οικογενειακός]], [[σπιτικός]] (α. «[[λέβης]] οἰκεῑος», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» — η οικογενειακή, η ιδιωτική [[περιουσία]], το [[νοικοκυριό]], Λυσ.)<br /><b>2.</b> (για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που αποκλειστικά ανήκει σε κάποιον, ο [[δικός]] του, [[ιδιωτικός]], [[ατομικός]] (α. «πρὸς οἰκείας [[χερός]]» — με το ίδιο του το [[χέρι]]<br />β. «οἰκεῑα [[κακά]]»)<br /><b>3.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]] («στην οικεία [[θέση]]» — στην κατάλληλη, στην αρμόζουσα [[θέση]])<br /><b>4.</b> αυτός που προσιδιάζει στην ιδιαίτερη [[φύση]] ή στον χαρακτήρα κάποιου πράγματος («οἰκεία ἡδονὴ τῆς τραγῳδίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σχετικός]] με [[κάτι]], αυτός που αναφέρεται σε [[κάτι]] («για να βεβαιωθώ, θα ανατρέξω στις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας»)<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι οικείοι</i><br />α) στενοί συγγενείς β) στενοί φίλοι<br /><b>7.</b> [[φιλικός]], πολύ [[γνώριμος]] («αισθάνθηκα πιο ωραία, όταν βρέθηκα σε οικείο [[περιβάλλον]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο γνωρίζει [[κάποιος]] καλά, [[γνωστός]] («όσα διάβασα μού ήταν οικεία»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «οικείᾳ βουλήσει» — εκουσίως, αυτοπροαίρετα, αυτοβούλως<br />β) «εξ οικείων τα βέλη» — πολλές φορές τα πλήγματα προέρχονται από τους φίλους ή τους στενούς συγγενείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[πατρίδα]], με τη [[γενέτειρα]], αυτός που έγινε [[μέσα]] στη [[χώρα]] («οἰκεῑοι πόλεμοι» — οι πόλεμοι τών ειλώτων που έγιναν [[μέσα]] στη Λακωνική, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («σῑτος οἰκεῑος καὶ οὐκ [[ἐπακτός]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ οἰκεῑον</i><br />η [[συγγένεια]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκεῑα</i><br />οι οικογενειακές, οι ιδιωτικές υποθέσεις<br /><b>5.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) αυτός που [[είναι]] φύσει [[προσφιλής]] στον άνθρωπο και στα ζώα, [[δηλαδή]] η ζωή («τὸ πρῶτον οἰκεῑον» — ό,τι αγάπησε ορμέμφυτα [[κανείς]] για πρώτη [[φορά]], δηλ. η ζωή, Χρύσ. Στωικ.)<br /><b>6.</b> αυτός που ασχολείται συστηματικά με [[κάτι]], που εντρυφεί σε [[κάτι]], που σπουδάζει («οἰκεῑοι σοφίας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>7.</b> αυτός που επιδίδεται σε [[κάτι]] («οἰκεῑος καινοτομίας», Ιάμβλ.)<br /><b>8.</b> [[φιλικός]], [[σύμμαχος]], ευνοϊκά διατεθειμένος [[προς]] κάποιον («οὐδὲν οἰκεῑον, [[πάντα]] δ' ἡγοῡνται πολέμια», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «οἰκεῑον [[ὄνομα]]» — [[λέξη]] η οποία λαμβάνεται με την κυριολεκτική και όχι με τη μεταφορική της [[σημασία]], Αριστοτ<br />β) «οἰκεῑα ζῴδια»<br /><b>αστρολ.</b> ζώδια του οίκου, της οικογένειας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οικείως</i> και -<i>α</i> (ΑΜ οἰκείως, Α ιων. τ. [[οἰκηΐως]])<br /><b>1.</b> με οικείο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[οικειότητα]], φιλικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόθυμα]]<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], όπως αρμόζει<br /><b>3.</b> με [[σεμνότητα]], με [[ευπρέπεια]], όπως προσιδιάζει σε στενό συγγενή<br /><b>4.</b> με τρόπο που εξυπηρετεί το [[συμφέρον]] κάποιου («οἰκείως τῇ πόλει», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> σύμφωνα με [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (για [[λέξη]]) [[κατά]] [[γράμμα]], κυριολεκτικά<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «οἰκείως σχηματίζομαι»<br />(για πλανήτη) βρίσκομαι στη δική μου [[θέση]], στην οικεία [[θέση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκεῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[οἰκήϊος]], -η, -ον· Α.<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στο [[σπίτι]], [[οικιακός]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· <i>τὰ οἰκεῖα</i>, υποθέσεις του σπιτιού, [[περιουσία]], Λατ. [[res]] [[familiaris]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, οι της ιδίας οικογενείας ή του ιδίου γένους, [[συγγενής]], Λατ. [[cognatus]], σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ [[ἑωυτοῦ]] οἰκηϊότατοι, οι πιο κοντινοί, οι πλησιέστεροι συγγενείς, σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὸ οἰκεῖον Ἀτρεῖ</i>, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Ατρέα, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[φιλικός]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για πράγματα, αυτό που ανήκει στο [[σπίτι]] ή την οικογένειά μου, το δικό μου, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἡ οἰκεία</i> (ενν. <i>γῆ</i>), Ιων. <i>ἡ οἰκηΐη</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὰ οἰκήϊα</i>, η [[περιουσία]] κάποιου, στον ίδ.· <i>οἰκεῖοι πόλεμοι</i>, πόλεμοι που διεξάγονται στην [[πατρίδα]] κάποιου, σε Θουκ.· λέγεται για [[δημητριακά]], αυτό που έχει καλλιεργηθεί, παραχθεί στην [[πατρίδα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσωπικός]], [[ιδιωτικός]], σε αντίθ. προς τα [[δημόσιος]], [[κοινός]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· <i>μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει</i>, με [[ευχαρίστηση]] που δεν είναι μόνο προσωπική μας, σε Θουκ.· οἰκεία [[ξύνεσις]], πατροπαράδοτη ευφυΐα, στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>1. [[κατάλληλος]] σε [[κάτι]], αρμόζων, [[ταιριαστός]], [[πρέπων]], [[κατάλληλος]], σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., αυτός που ανήκει [[κάπου]], [[συμβατός]], [[κατάλληλος]] προς τη [[φύση]] κάποιου πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> οἰκεῖον [[ὄνομα]], μια [[λέξη]] στην κύρια, κυριολεκτική της [[σημασία]], σε Αριστ.<b>Β. I.</b> το επίρρ. [[οἰκείως]] έχει τις ίδιες σημασίες με το επίθ., φιλικά, με [[οικειότητα]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[προσφιλώς]], ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.
}}
}}