3,274,216
edits
(29) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)<br />(αναφ. αντων.) [[αυτού]] του είδους, ό,τι [[λογής]], ποιας [[λογής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρθρο]]) (αναφ. αντων.) <i>ο [[οποίος]], <i>η οποία</i>, <i>το οποίο</i><br />που («[[ποιος]] ήταν αυτός ο [[οποίος]] σού μίλησε;»)<br /><b>2.</b> (σε αναφωνήσεις) πόσο [[μεγάλος]] (α. «οποία [[χαρά]], όταν σέ είδα» β. «οποία [[αναισχυντία]] να σού φερθεί [[έτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με [[άρθρο]]) <i>ο οποιός</i>, <i>η οποιά</i>, <i>το οποιό</i><br />(αναφ. αντων.) αυτός που, [[εκείνος]] που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι [[λογής]] («εὑρεῑν ὁποίοις φαρμάκοις [[ἰάσιμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) ποίος, [[ποιος]] («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (με διάφορα αορστλ. μόρια, <i>τίς οὖν</i>, <i>δή</i>, <i>περ</i>) α) <i>ὁποιοσοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]]<br />β) <i>ὁποιοσδή</i>, <i>ὁποιοσδηποτοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]], οποιουδήποτε είδους<br />γ) <i>ὁποιοσποτοῡν</i>, <i>ὁποιοστισοῡν</i>, <i>ὀποιοσδητισοῡν</i><br />οποιουδήποτε είδους<br />δ) <i>ὁποιόσπερ</i><br />όποιος ακριβώς<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁποῑα</i><br />όπως, όμοια με, [[καθώς]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδ' ὁποῑος» — [[κανένας]] [[πουθενά]]<br />β) «οὐδ' ὁποῑος [[ἥττων]]» — [[κατώτερος]] από κανέναν, [[καθόλου]] [[κατώτερος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) όπως, [[καθώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁποίως</i>, ιων. τ. [[ὁκοίως]] (Α)<br />με ποια [[ποιότητα]], σαν τί [[λογής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και την ερωτηματική αντων. [[ποῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλεκτο, αντίστοιχα, <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-. Έχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι η αντων. [[ὁποῖος]] έχει προέλθει από [[συνένωση]] του άρθρου <i>ὁ</i> και της ερωτ. αντων. [[ποῖος]] στον ξενισμό <i>ὁ [[ποῖος]], που αποτελούσε πιστή [[μετάφραση]] τών γαλλ. <i>lequel</i>, <i>laquelle</i>, <i>il quale</i>, <i>la quale</i>. Μια τέτοια όμως [[προέλευση]] θα καθιστούσε την αντων. [[ὁποῖος]] ξενισμό, [[γεγονός]] που δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην [[ιστορία]] της Ελληνικής. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η αρχ. αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] [[μαζί]] με το [[άρθρο]] <i>ό</i>, όπου η [[χρήση]] του άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί [[ξενισμός]]]. | |mltxt=-α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)<br />(αναφ. αντων.) [[αυτού]] του είδους, ό,τι [[λογής]], ποιας [[λογής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρθρο]]) (αναφ. αντων.) <i>ο [[οποίος]], <i>η οποία</i>, <i>το οποίο</i><br />που («[[ποιος]] ήταν αυτός ο [[οποίος]] σού μίλησε;»)<br /><b>2.</b> (σε αναφωνήσεις) πόσο [[μεγάλος]] (α. «οποία [[χαρά]], όταν σέ είδα» β. «οποία [[αναισχυντία]] να σού φερθεί [[έτσι]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με [[άρθρο]]) <i>ο οποιός</i>, <i>η οποιά</i>, <i>το οποιό</i><br />(αναφ. αντων.) αυτός που, [[εκείνος]] που<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι [[λογής]] («εὑρεῑν ὁποίοις φαρμάκοις [[ἰάσιμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[ευθεία]] ερώτ.) ποίος, [[ποιος]] («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (με διάφορα αορστλ. μόρια, <i>τίς οὖν</i>, <i>δή</i>, <i>περ</i>) α) <i>ὁποιοσοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]]<br />β) <i>ὁποιοσδή</i>, <i>ὁποιοσδηποτοῡν</i><br />[[οποιοσδήποτε]], οποιουδήποτε είδους<br />γ) <i>ὁποιοσποτοῡν</i>, <i>ὁποιοστισοῡν</i>, <i>ὀποιοσδητισοῡν</i><br />οποιουδήποτε είδους<br />δ) <i>ὁποιόσπερ</i><br />όποιος ακριβώς<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁποῑα</i><br />όπως, όμοια με, [[καθώς]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ουδ' ὁποῑος» — [[κανένας]] [[πουθενά]]<br />β) «οὐδ' ὁποῑος [[ἥττων]]» — [[κατώτερος]] από κανέναν, [[καθόλου]] [[κατώτερος]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) όπως, [[καθώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁποίως</i>, ιων. τ. [[ὁκοίως]] (Α)<br />με ποια [[ποιότητα]], σαν τί [[λογής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και την ερωτηματική αντων. [[ποῖος]] (<b>πρβλ.</b> [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>). Για την [[εναλλαγή]] τών -<i>π</i>- και -<i>κ</i>- στην αττ. και ιων. διάλεκτο, αντίστοιχα, <b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-. Έχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι η αντων. [[ὁποῖος]] έχει προέλθει από [[συνένωση]] του άρθρου <i>ὁ</i> και της ερωτ. αντων. [[ποῖος]] στον ξενισμό <i>ὁ [[ποῖος]], που αποτελούσε πιστή [[μετάφραση]] τών γαλλ. <i>lequel</i>, <i>laquelle</i>, <i>il quale</i>, <i>la quale</i>. Μια τέτοια όμως [[προέλευση]] θα καθιστούσε την αντων. [[ὁποῖος]] ξενισμό, [[γεγονός]] που δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην [[ιστορία]] της Ελληνικής. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η αρχ. αναφ. αντων. [[ὁποῖος]] [[μαζί]] με το [[άρθρο]] <i>ό</i>, όπου η [[χρήση]] του άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί [[ξενισμός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁποῖος:''' -α, -ον, Επικ. [[ὁπποῖος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, Ιων. [[ὁκοῖος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, συσχετ. προς το [[ποῖος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως αναφορ., του οποίου είδους ή της οποίας ποιότητας, Λατ. [[qualis]], ὁπποῖόν κ' [[εἴπῃσθα]] [[ἔπος]], <i>τοῖόν κ' ἐπακούσαις</i>, ό,τι είδους [[λόγια]] έχεις ακούσει, τέτοιας [[λογής]] θα ακούσεις [[ξανά]], σε Ομήρ. Ιλ.· οὔθ' οἷ' ἔπασχεν οὔθ' ὁποῖ' [[ἕδρα]] [[κακά]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με την [[προσθήκη]] αοριστολογικών λέξεων, ὁποῖός τις, σε Ηρόδ., Αττ.· ὁποῖ' [[ἄσσα]], του είδους του οποίου ήταν, αντί <i>ὁποῖά τινα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὁποιοσοῦν]], οποιουδήποτε είδους, Λατ. qualiscunque, [[ὁποῖος]] δή, [[δήποτε]], [[δηποτοῦν]] και [[οὖν]] δή, σε Αττ.<br /><b class="num">III.</b> ο πληθ. ουδ. χρησιμ. ως επίρρ., όπως ακριβώς, Λατ. [[qualiter]], σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |