Anonymous

ὀνοτάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνοτάζω]] (Α) [[ονοτός]]<br />(ποιητ.. τ.)<br /><b>1.</b> όνομαι, [[μέμφομαι]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ονοτάζομαι</i><br />αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]] («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ' ὀνοταζόμεναι», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ὀνοτάζω]] (Α) [[ονοτός]]<br />(ποιητ.. τ.)<br /><b>1.</b> όνομαι, [[μέμφομαι]], [[ψέγω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ονοτάζομαι</i><br />αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]] («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ' ὀνοταζόμεναι», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνοτάζω:''' = [[ὄνομαι]], [[κατηγορώ]], σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
}}
}}