Anonymous

νῶροψ: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νῶροψ]], -οπος, ό, ή (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του χαλκού) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νῶροψ]]<br />[[λαμπρός]], [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νῶροψ]] μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. <i>νώρ</i>-<i>οπι</i> και <i>νώρ</i>-<i>οπα</i> ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[οξύφωνος]], [[ένηχος]], αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «[[λαμπρός]]» αποδίδοντας αυτήν την [[ιδιότητα]] στον χαλκό, [[σημασία]] όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το [[ἀνήρ]] και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. <i>νωρός με</i> σημ. «στέρεος, [[σταθερός]]» (&GT; [[νωρεῖ]]), από όπου το [[νῶροψ]], [[κατά]] το [[αἶθοψ]] ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η [[μαρτυρία]] του μυκην. <i>noriwoko</i>, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη [[γλώσσα]] «<i>Νώρακος</i><br />[[πόλις]] Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ [[σίδηρος]]». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λέξης με το ρ. [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώγω]]» δεν φαίνεται πιθανή].
|mltxt=[[νῶροψ]], -οπος, ό, ή (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του χαλκού) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νῶροψ]]<br />[[λαμπρός]], [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νῶροψ]] μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. <i>νώρ</i>-<i>οπι</i> και <i>νώρ</i>-<i>οπα</i> ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[οξύφωνος]], [[ένηχος]], αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «[[λαμπρός]]» αποδίδοντας αυτήν την [[ιδιότητα]] στον χαλκό, [[σημασία]] όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το [[ἀνήρ]] και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. <i>νωρός με</i> σημ. «στέρεος, [[σταθερός]]» (&GT; [[νωρεῖ]]), από όπου το [[νῶροψ]], [[κατά]] το [[αἶθοψ]] ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η [[μαρτυρία]] του μυκην. <i>noriwoko</i>, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη [[γλώσσα]] «<i>Νώρακος</i><br />[[πόλις]] Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ [[σίδηρος]]». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λέξης με το ρ. [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώγω]]» δεν φαίνεται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νῶροψ:''' -οπος, ὁ, ἡ, [[αστραφτερός]], [[γυαλιστερός]], λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}