Anonymous

ὁμόσκευος: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμόσκευος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] πολεμική [[σκευή]] με κάποιον [[άλλο]], ο εξοπλισμένος [[κατά]] τον ίδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκευος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[ενδυμασία]], [[εξάρτυση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιό</i>-<i>σκευος</i>].
|mltxt=[[ὁμόσκευος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] πολεμική [[σκευή]] με κάποιον [[άλλο]], ο εξοπλισμένος [[κατά]] τον ίδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκευος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[ενδυμασία]], [[εξάρτυση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιό</i>-<i>σκευος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόσκευος:''' -ον ([[σκευή]]), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.
}}
}}