Anonymous

ὀρείφοιτος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρείφοιτος]] και [[ὀρεσίφοιτος]] και [[οὐρεσίφοιτος]] -ον (Α)<br />αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ.<br />β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ.<br />γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αερό</i>-<i>φοιτος</i>].
|mltxt=[[ὀρείφοιτος]] και [[ὀρεσίφοιτος]] και [[οὐρεσίφοιτος]] -ον (Α)<br />αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ.<br />β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ.<br />γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρει</i>- / <i>ὀρεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [II]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αερό</i>-<i>φοιτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρείφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που συχνάζει στα βουνά, που τριγυρίζει σ' αυτά, σε Βάβρ.
}}
}}