Anonymous

ὁπλομαχία: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁπλομαχία]]) [[οπλομάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> η [[χρήση]] τών όπλων σε [[συμπλοκή]] εκ του [[συστάδην]], δηλ. [[κατά]] τη [[μάχη]] [[σώμα]] [[προς]] [[σώμα]]<br /><b>2.</b> η [[εξάσκηση]] στην [[επιδέξια]] [[χρήση]] τών αγχέμαχων όπλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διεξαγωγή]] μάχης με τη [[χρήση]] βαρέων όπλων<br /><b>2.</b> η [[τέχνη]] της χρήσης βαρέων όπλων<br /><b>3.</b> η [[τέχνη]] του πολέμου γενικά<br /><b>4.</b> [[είδος]] αθλητικής άσκησης.
|mltxt=η (Α [[ὁπλομαχία]]) [[οπλομάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> η [[χρήση]] τών όπλων σε [[συμπλοκή]] εκ του [[συστάδην]], δηλ. [[κατά]] τη [[μάχη]] [[σώμα]] [[προς]] [[σώμα]]<br /><b>2.</b> η [[εξάσκηση]] στην [[επιδέξια]] [[χρήση]] τών αγχέμαχων όπλων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διεξαγωγή]] μάχης με τη [[χρήση]] βαρέων όπλων<br /><b>2.</b> η [[τέχνη]] της χρήσης βαρέων όπλων<br /><b>3.</b> η [[τέχνη]] του πολέμου γενικά<br /><b>4.</b> [[είδος]] αθλητικής άσκησης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλομᾰχία:''' ἡ, το να μάχεται [[κάποιος]] φέροντας [[βαρύ]] οπλισμό, η [[τέχνη]] να τον χειρίζεται, σε Πλάτ.· γενικά, η [[τέχνη]] του πολέμου, πολεμική [[τακτική]], σε Ξεν.
}}
}}