Anonymous

ὁπλιστέον: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλιστέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[ὁπλίζω]], δεῖ ὁπλίζειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 6.
|lstext='''ὁπλιστέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[ὁπλίζω]], δεῖ ὁπλίζειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 6.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπλιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὁπλίζω]], πρέπει να εξοπλίσουμε κάποιον, σε Ξεν.
}}
}}