Anonymous

ὀρνιθεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθεύω]] (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀρνιθεύομαι</i><br />[[παρατηρώ]] το [[πέταγμα]] ή την [[κραυγή]] πτηνών προκειμένου να μαντέψω το [[μέλλον]].
|mltxt=[[ὀρνιθεύω]] (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀρνιθεύομαι</i><br />[[παρατηρώ]] το [[πέταγμα]] ή την [[κραυγή]] πτηνών προκειμένου να μαντέψω το [[μέλλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρνῑθεύω:''' ([[ὄρνις]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[πιάνω]] ή [[παγιδεύω]] πουλιά, σε Ξεν.
}}
}}