Anonymous

ὀψωνιάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψωνιάζω]] (Α) [[οψώνιον]]<br />[[παρέχω]] στον στρατό ζωοτροφές ή [[μισθό]].
|mltxt=[[ὀψωνιάζω]] (Α) [[οψώνιον]]<br />[[παρέχω]] στον στρατό ζωοτροφές ή [[μισθό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψωνιάζω:''' ([[ὀψώνιον]]), [[εφοδιάζω]] με προμήθειες.
}}
}}