3,273,735
edits
(30) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=αύτη, τούτο (ΑΜ [[οὗτος]], αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου)<br />(δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] το οποίο βρίσκεται [[τοπικώς]] ή [[χρονικώς]] [[κοντά]] ή [[είναι]] [[παρόν]] ή για το οποίο γίνεται [[λόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός, [[τούτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (με επιρρμ. χρήσεις) α) «διά ταύτα» — γι' αυτό, όθεν<br />β) «[[προς]] τούτο» — γι' αυτό τον λόγο, με αυτό τον σκοπό<br />γ) «[[προς]] τούτοις» — [[προσέτι]], συν τοις άλλοις, [[ακόμη]], επί [[πλέον]]<br />δ) «[[μετά]] ταύτα» — ύστερα, [[κατόπιν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «επί τούτω» — [[επίτηδες]]<br />β) «μ' όλον τούτο», «μ' όλα ταύτα», «εν τούτοις» — [[ωστόσο]], όμως<br />γ) «[[κατά]] ταύτα» — σύμφωνα με αυτά<br />δ) «ως εκ τούτου» — κατ' [[ακολουθία]], [[ένεκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ΧΡΗΣΗ ως [[προς]] τη συντακτική [[συμφωνία]] της αντωνυμίας με αυτό που δεικνύεται: 1. [[κυρίως]] βρίσκεται ως αντωνυμικό ουσιαστικό και το ουδ. συντάσσεται με γεν. («ἐλθεῑν εἰς τοῡτο ὕβρεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλά]] πολύ [[συχνά]] έχει [[θέση]] επιθ. και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό συν. λαμβάνει το [[άρθρο]], το οποίο παραλείπεται: α) στους επικούς ποιητές<br />β) όταν το ουσ. [[είναι]] ορισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε το [[άρθρο]] να μην [[είναι]] αναγκαίο («πατὴρ [[οὗτος]] σός, ὅνθρηνεῑς ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) όταν η αντων. έχει τοπ. εννοια<br />δ) όταν το όνομα με το οποίο συμφωνεί το [[ούτος]] τίθεται ως κατηγορούμενό του («δικαστοῡ αὕτη [[ἀρετή]] [ἐστι]», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) για [[εκδήλωση]] περιφρόνησης<br /><b>3.</b> [[συχνά]] η αντων. δεν συμφωνεί με το όν. που έχει τύπο κατηγορουμένου [[αλλά]] τίθεται σε ουδ. [[γένος]] (α. «οὐκ ἔστι ταῡτα [[ἀρχή]]», Αισχίν.<br />β. «τοῡτο γὰρ ἐστιν ὁ [[συκοφάντης]] αἰτιάσασθαι μὲν [[πάντα]] ἐξελέγξαι δὲ [[μηδέν]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> το ουδ. [[επίσης]] χρησιμοποιείται για πρόσ. περιφρονητικά<br />II. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. μερικές φορές δεν δηλώνει το πλησιέστερο [[αλλά]] το σπουδαιότερο<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται για [[καταφρόνηση]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[εκείνος]], που δηλώνει έπαινο και [[δόξα]] («τούτους τοὺς συκοφάντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συχνά]] έχει [[σχεδόν]] επιρρηματική [[δύναμη]] («πολλὰ ὁρῶ ταῡτα πρόβατα» — [[βλέπω]] [[πολλά]] πρόβατα εδώ, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> μερικές φορές τίθεται ως δεικτ. του <i>ος</i> («ἂ γ' ἔλαβες,... μεθεῑναι ταῡτα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοιούτος]], [[τέτοιος]] («[[οὗτος]] ἐγὼ ταχύτατι!», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μετά]] από [[παρένθεση]] το υποκ. επαναλαμβάνεται για [[έμφαση]] με το [[ούτος]] («[[οὐδέ]] γὰρ [[οὐδέ]] Ἀριστέης..., [[οὐδέ]] [[οὗτος]] [[προσωτέρω]]... ἔφησε ἀπικέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (το <i>ταύτα</i> ευρίσκεται σε ιδιαίτερες φράσεις) α) «ταῡτ', ὦ δέσποτα» — [[μάλιστα]], κύριε<br />β) «ἦν ταύτα» — [[μάλιστα]], βεβαίως<br />γ) «ταῡτα μὲν δὴ ὑπάρξει» — αυτό θα γίνει<br /><b>8.</b> (επιρρμ. χρήσεις) α) «ταῡτα» και, σπαν. «τοῡτο» — [[λοιπόν]]<br />β) «καὶ ταῡτα» — και [[μάλιστα]]<br />γ) «τοῡτο μέν..., τοῡτο δέ...,» αφ' ενός μεν, αφ' ετέρου δε<br />δ) «ἐν τούτῳ»<br />i) [[ωστόσο]]<br />ii) εντωμεταξύ<br />ε) «ἐκ τούτου», «ἐκ τούτων» — [[μετά]] από αυτά<br />στ) (η δοτ. του θηλ. επιρρμ.) [[ταύτῃ]]<br />i) σ' αυτό τον [[τόπο]], εδώ<br />ii) γι' αυτό («μηδὲν [[ταύτη]] γε κομήσῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />iii) κατ' αυτό τον τρόπο, [[έτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. της δεικτικής αντωνυμίας [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> [[είναι]] επιτατικό, [[αλλά]] αβέβαιης ετυμολ. Το πρώτο [[στοιχείο]] του <i>οὑ</i>-, <i>αὑ</i>-, <i>του</i>-, <i>ταυ</i>- περιλαμβάνει πιθ. το θ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> / <i>ἁ</i>, <i>το</i> (επαυξημένο με το -<i>υ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πάν</i>-<i>υ</i> και αρχ.ινδ. <i>so</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sau</i>), όπως δείχνει ο [[καταμερισμός]] τών τ. με ή [[χωρίς]] αρκτικό <i>τ</i>- και με αρκτικό <i>το</i>- ή <i>τα</i>- που ανταποκρίνεται στην [[κλίση]] του άρθρου. Το δεύτερο [[στοιχείο]] του [[είναι]] το το<br />ή <i>τᾱ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>to</i>-, <i>ta</i>-, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>is</i>-<i>te</i>, <i>is</i>-<i>ta</i>)<br /><b>βλ.</b> και τις δεικτικές αντωνυμίες [[τοίος]], [[τόσος]], [[τηλίκος]]<br />Στην αττ. διάλ. η γεν. πληθ. <i>τούτων</i> του αρσ. γένους γενικεύθηκε και στο θηλ. Η βοιωτική, εξάλλου, γενίκευσε σε όλη την [[κλίση]] το θ. της ονομ. του ενικού του αρσ. γένους: <i>οὗτον</i>, <i>οὗτο</i>, <i>οὕτᾱ</i>. Υπήρξαν [[επίσης]] ταλαντεύσεις [[μεταξύ]] τών θεμάτων <i>του</i>- και <i>ταυ</i>-. Η Νέα Ελληνική γενίκευσε το θ. <i>του</i>-: [[τούτος]], <i>τούτη</i>, <i>τούτο</i>, του οποίου έχουμε [[μερικά]] παραδείγματα στην όψιμη κιόλας Κοινή. Παρατηρείται [[επίσης]] [[συχνά]] και ιδιαίτερα στην αττ. [[επίταση]] του [[οὗτος]] με την [[προσθήκη]] του δεικτικού μακρόχρονου μορίου -<i>ι</i>: [[οὑτοσί]], <i>αὑτηί</i>. Ο τ., [[τέλος]], <i>τοτο</i>, που μαρτυρείται σε [[αγγείο]] του Διπύλου, ερμηνεύεται δύσκολα όπως και το μυκην. <i>toto</i>. Αν το αττ. <i>τοτο</i> και το μυκην. <i>toto</i> ταυτίζονται, ίσως πρόκειται για σχηματισμό που προήλθε από τον διπλασιασμό του άρθρου (<b>πρβλ.</b> βεδικό <i>tat</i>-<i>tad</i>)]. | |mltxt=αύτη, τούτο (ΑΜ [[οὗτος]], αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου)<br />(δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] το οποίο βρίσκεται [[τοπικώς]] ή [[χρονικώς]] [[κοντά]] ή [[είναι]] [[παρόν]] ή για το οποίο γίνεται [[λόγος]])<br /><b>1.</b> αυτός, [[τούτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (με επιρρμ. χρήσεις) α) «διά ταύτα» — γι' αυτό, όθεν<br />β) «[[προς]] τούτο» — γι' αυτό τον λόγο, με αυτό τον σκοπό<br />γ) «[[προς]] τούτοις» — [[προσέτι]], συν τοις άλλοις, [[ακόμη]], επί [[πλέον]]<br />δ) «[[μετά]] ταύτα» — ύστερα, [[κατόπιν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «επί τούτω» — [[επίτηδες]]<br />β) «μ' όλον τούτο», «μ' όλα ταύτα», «εν τούτοις» — [[ωστόσο]], όμως<br />γ) «[[κατά]] ταύτα» — σύμφωνα με αυτά<br />δ) «ως εκ τούτου» — κατ' [[ακολουθία]], [[ένεκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ΧΡΗΣΗ ως [[προς]] τη συντακτική [[συμφωνία]] της αντωνυμίας με αυτό που δεικνύεται: 1. [[κυρίως]] βρίσκεται ως αντωνυμικό ουσιαστικό και το ουδ. συντάσσεται με γεν. («ἐλθεῑν εἰς τοῡτο ὕβρεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλά]] πολύ [[συχνά]] έχει [[θέση]] επιθ. και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό συν. λαμβάνει το [[άρθρο]], το οποίο παραλείπεται: α) στους επικούς ποιητές<br />β) όταν το ουσ. [[είναι]] ορισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε το [[άρθρο]] να μην [[είναι]] αναγκαίο («πατὴρ [[οὗτος]] σός, ὅνθρηνεῑς ἀεί», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) όταν η αντων. έχει τοπ. εννοια<br />δ) όταν το όνομα με το οποίο συμφωνεί το [[ούτος]] τίθεται ως κατηγορούμενό του («δικαστοῡ αὕτη [[ἀρετή]] [ἐστι]», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) για [[εκδήλωση]] περιφρόνησης<br /><b>3.</b> [[συχνά]] η αντων. δεν συμφωνεί με το όν. που έχει τύπο κατηγορουμένου [[αλλά]] τίθεται σε ουδ. [[γένος]] (α. «οὐκ ἔστι ταῡτα [[ἀρχή]]», Αισχίν.<br />β. «τοῡτο γὰρ ἐστιν ὁ [[συκοφάντης]] αἰτιάσασθαι μὲν [[πάντα]] ἐξελέγξαι δὲ [[μηδέν]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> το ουδ. [[επίσης]] χρησιμοποιείται για πρόσ. περιφρονητικά<br />II. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. μερικές φορές δεν δηλώνει το πλησιέστερο [[αλλά]] το σπουδαιότερο<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται για [[καταφρόνηση]], σε [[αντιδιαστολή]] με το [[εκείνος]], που δηλώνει έπαινο και [[δόξα]] («τούτους τοὺς συκοφάντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συχνά]] έχει [[σχεδόν]] επιρρηματική [[δύναμη]] («πολλὰ ὁρῶ ταῡτα πρόβατα» — [[βλέπω]] [[πολλά]] πρόβατα εδώ, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> μερικές φορές τίθεται ως δεικτ. του <i>ος</i> («ἂ γ' ἔλαβες,... μεθεῑναι ταῡτα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τοιούτος]], [[τέτοιος]] («[[οὗτος]] ἐγὼ ταχύτατι!», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μετά]] από [[παρένθεση]] το υποκ. επαναλαμβάνεται για [[έμφαση]] με το [[ούτος]] («[[οὐδέ]] γὰρ [[οὐδέ]] Ἀριστέης..., [[οὐδέ]] [[οὗτος]] [[προσωτέρω]]... ἔφησε ἀπικέσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> (το <i>ταύτα</i> ευρίσκεται σε ιδιαίτερες φράσεις) α) «ταῡτ', ὦ δέσποτα» — [[μάλιστα]], κύριε<br />β) «ἦν ταύτα» — [[μάλιστα]], βεβαίως<br />γ) «ταῡτα μὲν δὴ ὑπάρξει» — αυτό θα γίνει<br /><b>8.</b> (επιρρμ. χρήσεις) α) «ταῡτα» και, σπαν. «τοῡτο» — [[λοιπόν]]<br />β) «καὶ ταῡτα» — και [[μάλιστα]]<br />γ) «τοῡτο μέν..., τοῡτο δέ...,» αφ' ενός μεν, αφ' ετέρου δε<br />δ) «ἐν τούτῳ»<br />i) [[ωστόσο]]<br />ii) εντωμεταξύ<br />ε) «ἐκ τούτου», «ἐκ τούτων» — [[μετά]] από αυτά<br />στ) (η δοτ. του θηλ. επιρρμ.) [[ταύτῃ]]<br />i) σ' αυτό τον [[τόπο]], εδώ<br />ii) γι' αυτό («μηδὲν [[ταύτη]] γε κομήσῃς», <b>Αριστοφ.</b>)<br />iii) κατ' αυτό τον τρόπο, [[έτσι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. της δεικτικής αντωνυμίας [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> [[είναι]] επιτατικό, [[αλλά]] αβέβαιης ετυμολ. Το πρώτο [[στοιχείο]] του <i>οὑ</i>-, <i>αὑ</i>-, <i>του</i>-, <i>ταυ</i>- περιλαμβάνει πιθ. το θ. του άρθρου <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i> / <i>ἁ</i>, <i>το</i> (επαυξημένο με το -<i>υ</i>, <b>πρβλ.</b> <i>πάν</i>-<i>υ</i> και αρχ.ινδ. <i>so</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sau</i>), όπως δείχνει ο [[καταμερισμός]] τών τ. με ή [[χωρίς]] αρκτικό <i>τ</i>- και με αρκτικό <i>το</i>- ή <i>τα</i>- που ανταποκρίνεται στην [[κλίση]] του άρθρου. Το δεύτερο [[στοιχείο]] του [[είναι]] το το<br />ή <i>τᾱ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>to</i>-, <i>ta</i>-, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>is</i>-<i>te</i>, <i>is</i>-<i>ta</i>)<br /><b>βλ.</b> και τις δεικτικές αντωνυμίες [[τοίος]], [[τόσος]], [[τηλίκος]]<br />Στην αττ. διάλ. η γεν. πληθ. <i>τούτων</i> του αρσ. γένους γενικεύθηκε και στο θηλ. Η βοιωτική, εξάλλου, γενίκευσε σε όλη την [[κλίση]] το θ. της ονομ. του ενικού του αρσ. γένους: <i>οὗτον</i>, <i>οὗτο</i>, <i>οὕτᾱ</i>. Υπήρξαν [[επίσης]] ταλαντεύσεις [[μεταξύ]] τών θεμάτων <i>του</i>- και <i>ταυ</i>-. Η Νέα Ελληνική γενίκευσε το θ. <i>του</i>-: [[τούτος]], <i>τούτη</i>, <i>τούτο</i>, του οποίου έχουμε [[μερικά]] παραδείγματα στην όψιμη κιόλας Κοινή. Παρατηρείται [[επίσης]] [[συχνά]] και ιδιαίτερα στην αττ. [[επίταση]] του [[οὗτος]] με την [[προσθήκη]] του δεικτικού μακρόχρονου μορίου -<i>ι</i>: [[οὑτοσί]], <i>αὑτηί</i>. Ο τ., [[τέλος]], <i>τοτο</i>, που μαρτυρείται σε [[αγγείο]] του Διπύλου, ερμηνεύεται δύσκολα όπως και το μυκην. <i>toto</i>. Αν το αττ. <i>τοτο</i> και το μυκην. <i>toto</i> ταυτίζονται, ίσως πρόκειται για σχηματισμό που προήλθε από τον διπλασιασμό του άρθρου (<b>πρβλ.</b> βεδικό <i>tat</i>-<i>tad</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οὗτος:''' [[αὕτη]], [[τοῦτο]], γεν. [[τούτου]], [[ταύτης]], [[τούτου]] κ.λπ.· δεικτ. αντων.<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός, αυτή, αυτό, Λατ. [[hic]], λέγεται για να δηλώσει το κοντινότερο [[μεταξύ]] [[δύο]] πραγμάτων, σε αντίθ. προς το [[ἐκεῖνος]], ο πιο απομακρυσμένος από τους [[δύο]] (πρβλ. [[ὅδε]]), σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> όταν το ένα από τα [[δύο]] προηγείται και το [[άλλο]] ακολουθ., το [[ὅδε]] γενικά αναφέρεται σε αυτό που ακολουθεί, ενώ το [[οὗτος]] σ' αυτό που προηγείται, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> ομοίως, επίσης, το [[οὗτος]] χρησιμ. εμφατικά, γενικά περιφρονητικά, ενώ το [[ἐκεῖνος]] (όπως το Λατ. [[ille]]) δηλώνει έπαινο· ὁ πάντ' [[ἄναλκις]] [[οὗτος]], δηλ. ο Αίγισθος, σε Σοφ.· [[οὗτος]] [[ἀνήρ]], σε Πλάτ.· <i>τούτους τοὺς συκοφάντας</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> στην Αττ. νομική [[γλώσσα]], το [[οὗτος]] αναφέρεται στον αντίδικο, [[είτε]] τον κατήγορο [[είτε]] τον υπόδικο, ενώ στη Λατ. [[hic]] ήταν ο [[πελάτης]], και [[iste]] ο [[αντίδικος]], σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[συχνά]], [[σχεδόν]] ως επίρρ. με τοπική [[σημασία]] (πρβλ. το [[ὅδε]] στην [[αρχή]]), τίς δ' [[οὗτος]] κατὰ [[νῆας]] [[ἔρχεαι]]; [[ποιος]] είσαι εσύ που έρχεσαι εδώ...; σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] στην Αττ., τίς [[οὑτοσί]]; [[ποιος]] είναι αυτός εδώ; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">6.</b> με αντων. βʹ προσ. [[οὗτος]] σύ, Λατ. heus tu! ε, εσύ! εσύ [[εκεί]]! σε Σοφ. κ.λπ.· και [[έπειτα]], το [[οὗτος]] [[μόνος]] του, ως κλητ.· [[οὗτος]], <i>τί ποιεῖς;</i> σε Αισχύλ.· ὦ [[οὗτος]], [[οὗτος]], [[Οἰδίπους]], σε Σοφ.<br /><b class="num">7.</b> η [[φράση]] αυτή [[κυρίως]] υποδηλώνει θυμό, [[ανυπομονησία]] ή [[περιφρόνηση]]· ομοίως, <i>οὗτοςἀνὴρ</i> αντί [[ἐγώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> το καὶ [[οὗτος]] προστίθεται επίσης για να επιτείνει μια προηγούμενη [[λέξη]]· <i>ναυτικῷ ἀγῶνι</i>, καὶ [[τούτῳ]] πρὸς Ἀθηναίους, σε Θουκ.· βλ. κατωτ. III. 5.<br /><b class="num">III.</b> το ουδ. [[ταῦτα]] σε ποικίλες φράσεις:<br /><b class="num">1.</b> <i>ταῦτ' ὦ δέσποτα</i>, [[μάλιστα]] Κύριε (δηλ. <i>ταῦτά ἐστι</i> κ.λπ.), σε Αριστοφ.· ομοίως, [[ταῦτα]] δή, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ταῦτα]] μὲν δὴ ὑπάρξει, άρα θα γίνει, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> καὶ [[ταῦτα]] μὲν δὴ [[ταῦτα]], Λατ. [[haec]] [[hactenus]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> διὰ [[ταῦτα]], γι' αυτό, σε Αττ.· πρὸς [[ταῦτα]], έτσι [[λοιπόν]], άρα, σε Τραγ.· επίσης, το [[ταῦτα]] απόλ., γι' αυτό, [[επομένως]], σε Ομήρ. Ιλ.· ταῦτ'[[ἄρα]], σε Αριστοφ.· [[ταῦτα]] δή, σε Αισχύλ.· ταῦτ' [[οὖν]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> καὶ [[ταῦτα]], που προσθέτει ένα [[περιστατικό]] για να ενισχύσει ό,τι έχει ειπωθεί, και αυτό, Λατ. et [[hoc]]· ἄνδρα [[θανεῖν]], καὶ [[ταῦτα]] πρὸς γυναικός, [[σκέφτομαι]] ότι [[ένας]] άντρας επρόκειτο να πεθάνει, και αυτό (δηλ. και [[μάλιστα]]) από το [[χέρι]] μιας γυναίκας, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> [[τοῦτο]] [[μέν]]..., [[τοῦτο]] δέ..., από τη μια [[πλευρά]]..., από την [[άλλη]]..., εν μέρει..., εν μέρει..., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> 1. δοτ. θηλ. [[ταύτῃ]], σ' αυτό το [[σημείο]], εδώ, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στο [[σημείο]] αυτό, πάνω σ' αυτό το [[σημείο]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μ' αυτόν τον τρόπο, έτσι, σε Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> ἐκ [[τούτου]] ή <i>τούτων</i>, [[μετά]] απ' αυτά, σε Ξεν.· [[συνεπώς]], [[λοιπόν]], στον ίδ.<br /><b class="num">VI.</b> 1. ἐν [[τούτῳ]], σ' αυτό [[επάνω]], ως προς αυτό, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στο μεσοδιάστημα, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">VII.</b><i>πρὸς τούτοις</i>, επί [[πλέον]], επίσης, σε Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | }} |