Anonymous

παιδοκόμος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[παιδοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[παιδοκόμος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[παιδοκομία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[παιδοκόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, <i>η [[παιδοκόμος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[παιδοκομία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει [[παιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδοκόμος:''' -ον ([[κομέω]]), αυτός που φροντίζει [[παιδιά]].
}}
}}