Anonymous

παλινάγρετος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλινάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[κυριεύω]]», <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>άγρετος</i>].
|mltxt=[[παλινάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[κυριεύω]]», <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>άγρετος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλῐνάγρετος:''' -ον ([[ἀγρέω]]), αυτός που στέλνεται [[πίσω]] ή ανακαλείται, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[αμετάκλητος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}