Anonymous

παλλακή: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[παλλακή]])<br />η [[γυναίκα]] που συζεί με άνδρα [[χωρίς]] νόμιμο γάμο, η [[παλλακίδα]] («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> νεαρή [[κόρη]], [[κοπέλα]], νεανίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για σημιτικό [[δάνειο]] (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>p</i><i>ī</i><i>legeš</i> «[[παλλακίδα]]») δεν [[είναι]] αποδεκτή. Το ίδιο απίθανη φαίνεται και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ιρανική (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>pairik</i><i>ā</i> «διαβολική [[γυναίκα]] που αποπλανά με [[μάγια]]», περσ. <i>pan</i>). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το [[πώλος]] «νεαρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» και μτφ. «νεαρό [[αγόρι]] και [[κορίτσι]]». Το λατ. <i>paelex</i> (<b>πρβλ.</b> <i>pallaca</i> «[[παλλακίδα]]», <i>Palladium</i>, <i>Pallas</i>) [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, πιθ. μέσω της Ετρουσκικής. Τα δύο -<i>λλ</i>- που εμφανίζουν οι ελλ. τ. οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό διπλασιασμό. Η [[σύνδεση]] τών τ. [[παλλακή]] / [[παλλακίς]] «[[γυναίκα]] που συμβιώνει με άνδρα [[χωρίς]] γάμο», [[πάλλαξ]] «[[νέος]] στην εφηβική [[ηλικία]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλληκάρι]]) και «νεαρή [[γυναίκα]]», [[πάλλας]] «[[νέος]]» και [[Παλλάς]] [[προσωνυμία]] της Αθηνάς και «[[παρθένα]] [[ιέρεια]]» καθίσταται δυνατή υπό την [[προϋπόθεση]] ότι αρχική τους [[σημασία]] ήταν [[εκείνη]] της νεότητας, από όπου η [[προσωνυμία]] της Αθηνάς, η σημ. «[[νέος]], [[έφηβος]]» και η σημ. τών [[παλλακή]] / [[παλλακίς]], που αναφέρεται σε νέα [[γυναίκα]] και [[μάλιστα]] στις νεαρές σκλάβες που διάλεγαν οι αφέντες για ερωμένες τους παράλληλα με τις νόμιμες συζύγους τους. Οι λ. [[παλλακή]] / [[παλλακίς]], [[τέλος]], διακρίνονται σημασιολογικά από τις συνώνυμές τους [[πόρνη]] και [[ἑταίρα]] [[κατά]] το ότι η [[παλλακίδα]] συμβιώνει με άντρα —[[χωρίς]] όμως νόμιμο γάμο— όπως και η νόμιμη [[σύζυγος]], και δεν συνευρίσκεται περιστασιακά [[μαζί]] του όπως οι <i>πόρνες</i> και οι <i>ἑταῖρες</i>].
|mltxt=η (ΑΜ [[παλλακή]])<br />η [[γυναίκα]] που συζεί με άνδρα [[χωρίς]] νόμιμο γάμο, η [[παλλακίδα]] («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> νεαρή [[κόρη]], [[κοπέλα]], νεανίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για σημιτικό [[δάνειο]] (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>p</i><i>ī</i><i>legeš</i> «[[παλλακίδα]]») δεν [[είναι]] αποδεκτή. Το ίδιο απίθανη φαίνεται και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ιρανική (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>pairik</i><i>ā</i> «διαβολική [[γυναίκα]] που αποπλανά με [[μάγια]]», περσ. <i>pan</i>). Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το [[πώλος]] «νεαρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» και μτφ. «νεαρό [[αγόρι]] και [[κορίτσι]]». Το λατ. <i>paelex</i> (<b>πρβλ.</b> <i>pallaca</i> «[[παλλακίδα]]», <i>Palladium</i>, <i>Pallas</i>) [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, πιθ. μέσω της Ετρουσκικής. Τα δύο -<i>λλ</i>- που εμφανίζουν οι ελλ. τ. οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό διπλασιασμό. Η [[σύνδεση]] τών τ. [[παλλακή]] / [[παλλακίς]] «[[γυναίκα]] που συμβιώνει με άνδρα [[χωρίς]] γάμο», [[πάλλαξ]] «[[νέος]] στην εφηβική [[ηλικία]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλληκάρι]]) και «νεαρή [[γυναίκα]]», [[πάλλας]] «[[νέος]]» και [[Παλλάς]] [[προσωνυμία]] της Αθηνάς και «[[παρθένα]] [[ιέρεια]]» καθίσταται δυνατή υπό την [[προϋπόθεση]] ότι αρχική τους [[σημασία]] ήταν [[εκείνη]] της νεότητας, από όπου η [[προσωνυμία]] της Αθηνάς, η σημ. «[[νέος]], [[έφηβος]]» και η σημ. τών [[παλλακή]] / [[παλλακίς]], που αναφέρεται σε νέα [[γυναίκα]] και [[μάλιστα]] στις νεαρές σκλάβες που διάλεγαν οι αφέντες για ερωμένες τους παράλληλα με τις νόμιμες συζύγους τους. Οι λ. [[παλλακή]] / [[παλλακίς]], [[τέλος]], διακρίνονται σημασιολογικά από τις συνώνυμές τους [[πόρνη]] και [[ἑταίρα]] [[κατά]] το ότι η [[παλλακίδα]] συμβιώνει με άντρα —[[χωρίς]] όμως νόμιμο γάμο— όπως και η νόμιμη [[σύζυγος]], και δεν συνευρίσκεται περιστασιακά [[μαζί]] του όπως οι <i>πόρνες</i> και οι <i>ἑταῖρες</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παλλᾰκή:''' ἡ, = [[παλλακίς]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}