Anonymous

παραβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[συνοδεύω]] κάποιον προκειμένου να τον βοηθήσω ή να τον υπερασπίσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]»].
|mltxt=Α<br />[[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[συνοδεύω]] κάποιον προκειμένου να τον βοηθήσω ή να τον υπερασπίσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλώσκω]] «[[έρχομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραβλώσκω:''' Επικ. παρακ. παρ-[[μέμβλωκα]], [[συνοδεύω]] κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}