Anonymous

ὄφελος: Difference between revisions

From LSJ
1,150 bytes added ,  31 December 2018
5
(T22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀφελους, τό ([[ὀφέλλω]] to [[increase]]), [[advantage]], [[profit]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept. Job 15:3.)  
|txtha=ὀφελους, τό ([[ὀφέλλω]] to [[increase]]), [[advantage]], [[profit]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept. Job 15:3.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄφελος:''' τό ([[ὀφέλλω]] Β), μόνο στην ονομ., [[προαγωγή]], [[πρόοδος]], [[αρωγή]], [[βοήθεια]]· [[συχνά]] (όπως το [[opus]]) ως άκλιτο επίθ., <i>αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα</i>, εάν μπορούμε να έχουμε κάποια [[χρησιμότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· τί δῆτ' ἂν [[εἴης]] ὄφελλες [[ἡμῖν]]; τι καλό θα μπορούσες να μας κάνεις; σε Αριστοφ.· με απαρ., τί [[ὄφελος]] σώματι κάμνοντι [[σιτία]] διδόναι; σε Πλάτ.· με γεν., [[τῶν]] ὄφελός ἐστι [[οὐδέν]], από τους οποίους δεν υπάρχει κανένα [[κέρδος]], σε Ηρόδ.· [[ὄφελος]] οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, σε Ξεν.· [[αλλά]], [[ὅ τι]] περ [[ὄφελος]] στρατεύματος, [[τμήμα]] στρατεύματος που είναι σε [[θέση]] να προσφέρει υπηρεσίες, αξιόμαχο, στον ίδ.
}}
}}