3,274,917
edits
(T22) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὀφελους, τό ([[ὀφέλλω]] to [[increase]]), [[advantage]], [[profit]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept. Job 15:3.) | |txtha=ὀφελους, τό ([[ὀφέλλω]] to [[increase]]), [[advantage]], [[profit]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept. Job 15:3.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄφελος:''' τό ([[ὀφέλλω]] Β), μόνο στην ονομ., [[προαγωγή]], [[πρόοδος]], [[αρωγή]], [[βοήθεια]]· [[συχνά]] (όπως το [[opus]]) ως άκλιτο επίθ., <i>αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα</i>, εάν μπορούμε να έχουμε κάποια [[χρησιμότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· τί δῆτ' ἂν [[εἴης]] ὄφελλες [[ἡμῖν]]; τι καλό θα μπορούσες να μας κάνεις; σε Αριστοφ.· με απαρ., τί [[ὄφελος]] σώματι κάμνοντι [[σιτία]] διδόναι; σε Πλάτ.· με γεν., [[τῶν]] ὄφελός ἐστι [[οὐδέν]], από τους οποίους δεν υπάρχει κανένα [[κέρδος]], σε Ηρόδ.· [[ὄφελος]] οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, σε Ξεν.· [[αλλά]], [[ὅ τι]] περ [[ὄφελος]] στρατεύματος, [[τμήμα]] στρατεύματος που είναι σε [[θέση]] να προσφέρει υπηρεσίες, αξιόμαχο, στον ίδ. | |||
}} | }} |