Anonymous

πάλαισμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[πάλαισμα]]) [[παλαίω]]<br />[[τέχνασμα]] [[παλαιστή]] που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την [[πτώση]] του αντιπάλου, παλαιστικό [[κόλπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλος]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]] («[[πάλαισμα]] τοῡτ' ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[πόλεμος]]<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[μορφή]] αγώνα<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παλαίσματα</i><br />α) παλαιστικά κατορθώματα<br />β) (για εικαστικές συνθέσεις) συμπλέγματα παλαιστών<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεκφυγή]].
|mltxt=το (Α [[πάλαισμα]]) [[παλαίω]]<br />[[τέχνασμα]] [[παλαιστή]] που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την [[πτώση]] του αντιπάλου, παλαιστικό [[κόλπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλος]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]] («[[πάλαισμα]] τοῡτ' ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[πόλεμος]]<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[μορφή]] αγώνα<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παλαίσματα</i><br />α) παλαιστικά κατορθώματα<br />β) (για εικαστικές συνθέσεις) συμπλέγματα παλαιστών<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεκφυγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάλαισμα:''' [ᾰ], -ατος, τό ([[παλαίω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τέχνασμα]] πάλης ή [[διαπάλη]], σε Ηρόδ.· ἓν μὲν τόδ' [[ἤδη]] [[τῶν]] τριῶν παλαισμάτων, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] [[αγώνας]], σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> [[κάθε]] [[τέχνασμα]] ή [[δόλος]], [[υπεκφυγή]], σε Αριστοφ.· [[πάλαισμα]] δικαστηρίου, [[τέχνασμα]] δικαστικό, σε Αισχίν.
}}
}}