Anonymous

παράμερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />αυτός που βρίσκεται [[κατά]] [[μέρος]], απομονωμένος, [[απόμερος]] («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. [[παράμερα]]].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[παρήμερος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />αυτός που βρίσκεται [[κατά]] [[μέρος]], απομονωμένος, [[απόμερος]] («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. [[παράμερα]]].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[παρήμερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράμερος:''' -ον, Δωρ. αντί <i>παρ-[[ήμερος]]</i>.
}}
}}