Anonymous

παράδεισος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ, και <i>παράδεισο</i>, η, Ν (επιγραφική [[μαρτυρία]] παραδίδει στην Αρχαία Ελληνική και [[γραφή]] <i>παράδισος</i>)<br /><b>1.</b> <b>θεολ.</b><br />([[κατά]] την ΠΔ) ο [[κήπος]] τον οποίο δημιούργησε ο Θεός στην Εδέμ και στον οποίο τοποθέτησε τους Πρωτοπλάστους Αδάμ και Εύα<br /><b>2.</b> ([[κατά]] την ΚΔ) [[περίλαμπρος]] [[τόπος]] στον ουρανό στον οποίο θα διαμείνουν οι καλοί και δίκαιοι [[μετά]] θάνατον, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κόλαση]]<br /><b>3.</b> ([[επίσης]] [[κατά]] την ΚΔ, [[αλλά]] και σύμφωνα με την [[διδασκαλία]] τών Πατέρων και της Εκκλησίας) η [[κατάσταση]] της μακαριότητας τών δικαίων, οι οποίοι [[κατά]] την μέλλουσα [[κρίση]] θα κληρονομήσουν την [[βασιλεία]] του Θεού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] ο [[οποίος]] από την [[φύση]] του ή διαμορφωμένος με τεχνητό τρόπο [[είναι]] [[ευχάριστος]] για [[διαμονή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] υπέρτατης ευδαιμονίας, ο [[οποίος]] αποτελεί [[πλάσμα]] της φαντασίας ή [[έκφραση]] ουτοπικού ιδεώδους<br /><b>3.</b> <b>θρησκειολ.</b> α) (γενικά) [[τόπος]] ευδαιμονίας και τέρψεων<br />β) [[κατάσταση]] μακαριότητας η οποία [[άλλοτε]] νοείται ως επουράνια [[μετά]] θάνατον ζωή (ισλάμ, [[χριστιανισμός]]), [[άλλοτε]] ως [[ένωση]] με το [[θείο]] ([[ινδουισμός]]) και [[άλλοτε]] ως αιώνια και αμετάβλητη [[κατάσταση]] γαλήνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάφυτος]] περιφραγμένος [[τόπος]], [[ιδίως]] αυτός που ήταν προορισμένος για [[αναψυχή]] (με αυτήν την [[σημασία]] η [[λέξη]] αναφέρεται από τον Ξενοφώντα [[πάντοτε]] στα «πάρκα» τών βασιλέων και ευγενών της Περσίας)<br /><b>2.</b> [[κήπος]], [[περιβόλι]] με [[πολλά]] καρποφόρα και άλλα δέντρα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[ηλίθιος]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από αμάρτυρο ιρανικό <i>pard</i><i>ē</i><i>z</i>, από όπου το περσ. <i>p</i><i>ā</i><i>l</i><i>ē</i><i>z</i> «[[κήπος]]» (<b>πρβλ.</b> και αβεστ. <i>pairi</i>-<i>da</i><i>ē</i><i>za</i> «[[περίβολος]]»). Τη λ. δανείστηκε από την Ελληνική και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>paradĩsus</i>) και από τη Λατινική όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες].
|mltxt=ὁ, ΝΜΑ, και <i>παράδεισο</i>, η, Ν (επιγραφική [[μαρτυρία]] παραδίδει στην Αρχαία Ελληνική και [[γραφή]] <i>παράδισος</i>)<br /><b>1.</b> <b>θεολ.</b><br />([[κατά]] την ΠΔ) ο [[κήπος]] τον οποίο δημιούργησε ο Θεός στην Εδέμ και στον οποίο τοποθέτησε τους Πρωτοπλάστους Αδάμ και Εύα<br /><b>2.</b> ([[κατά]] την ΚΔ) [[περίλαμπρος]] [[τόπος]] στον ουρανό στον οποίο θα διαμείνουν οι καλοί και δίκαιοι [[μετά]] θάνατον, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[κόλαση]]<br /><b>3.</b> ([[επίσης]] [[κατά]] την ΚΔ, [[αλλά]] και σύμφωνα με την [[διδασκαλία]] τών Πατέρων και της Εκκλησίας) η [[κατάσταση]] της μακαριότητας τών δικαίων, οι οποίοι [[κατά]] την μέλλουσα [[κρίση]] θα κληρονομήσουν την [[βασιλεία]] του Θεού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] ο [[οποίος]] από την [[φύση]] του ή διαμορφωμένος με τεχνητό τρόπο [[είναι]] [[ευχάριστος]] για [[διαμονή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] υπέρτατης ευδαιμονίας, ο [[οποίος]] αποτελεί [[πλάσμα]] της φαντασίας ή [[έκφραση]] ουτοπικού ιδεώδους<br /><b>3.</b> <b>θρησκειολ.</b> α) (γενικά) [[τόπος]] ευδαιμονίας και τέρψεων<br />β) [[κατάσταση]] μακαριότητας η οποία [[άλλοτε]] νοείται ως επουράνια [[μετά]] θάνατον ζωή (ισλάμ, [[χριστιανισμός]]), [[άλλοτε]] ως [[ένωση]] με το [[θείο]] ([[ινδουισμός]]) και [[άλλοτε]] ως αιώνια και αμετάβλητη [[κατάσταση]] γαλήνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάφυτος]] περιφραγμένος [[τόπος]], [[ιδίως]] αυτός που ήταν προορισμένος για [[αναψυχή]] (με αυτήν την [[σημασία]] η [[λέξη]] αναφέρεται από τον Ξενοφώντα [[πάντοτε]] στα «πάρκα» τών βασιλέων και ευγενών της Περσίας)<br /><b>2.</b> [[κήπος]], [[περιβόλι]] με [[πολλά]] καρποφόρα και άλλα δέντρα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[ηλίθιος]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από αμάρτυρο ιρανικό <i>pard</i><i>ē</i><i>z</i>, από όπου το περσ. <i>p</i><i>ā</i><i>l</i><i>ē</i><i>z</i> «[[κήπος]]» (<b>πρβλ.</b> και αβεστ. <i>pairi</i>-<i>da</i><i>ē</i><i>za</i> «[[περίβολος]]»). Τη λ. δανείστηκε από την Ελληνική και η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>paradĩsus</i>) και από τη Λατινική όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράδεισος:''' ὁ, [[πάρκο]], [[κήπος]], περσική [[λέξη]] που χρησιμ. από τον Ξεν.· λέγεται για τον κήπο της Εδέμ, Παράδεισος, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}