Anonymous

παραμελέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>Pass.</i> être négligé, abandonné.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μέλω]].
|btext=-ῶ :<br />laisser de côté, faire peu de cas de, négliger : τινος faire peu de cas de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>Pass.</i> être négligé, abandonné.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μέλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰμελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αφήνω]] να περάσει και [[αψηφώ]], είμαι [[αδιάφορος]], <i>τινός</i>, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., <i>παρημελήκεε</i>, παρέκκλινε λίγο, σε Ηρόδ.· <i>παραμελοῦντες</i>, είναι απρόσεκτοι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι εγκαταλελειμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}