Anonymous

ὀρσόλοπος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρσόλοπος]], -ον (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Αρεως) αυτός που ορμά στη [[μάχη]], [[ορμητικός]], [[πολεμικός]], [[θυελλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] (-<i>ρσ</i>-) «οπίσθια, γλουτοί» <span style="color: red;">+</span> [[λέπω]] «[[γδέρνω]]» με τη σημ. ότι [[ὀρσόλοπος]] [[είναι]] «αυτός που λέπει τον ὄρρον του πολεμίου»].
|mltxt=[[ὀρσόλοπος]], -ον (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] του Αρεως) αυτός που ορμά στη [[μάχη]], [[ορμητικός]], [[πολεμικός]], [[θυελλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] (-<i>ρσ</i>-) «οπίσθια, γλουτοί» <span style="color: red;">+</span> [[λέπω]] «[[γδέρνω]]» με τη σημ. ότι [[ὀρσόλοπος]] [[είναι]] «αυτός που λέπει τον ὄρρον του πολεμίου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσόλοπος:''' -ον, [[πρόθυμος]] για [[σύγκρουση]], [[φίλερις]], λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}