Anonymous

πάμφορος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάθε]] είδους καρπούς, γονιμότατος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[μαζί]] του τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=[[πάμφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[κάθε]] είδους καρπούς, γονιμότατος<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[μαζί]] του τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμφορος:''' -ον ([[φέρω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει τα πάντα, παραγωγικότατος, Λατ. omnium [[ferax]], [[χώρη]] παμφορωτέρη, σε Ηρόδ.· [[ένας]] [[φίλος]] λέγεται παμφορώτατον [[κτῆμα]], από Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φέρει τα πάντα μαζί του, [[πάμφορος]] [[χέραδος]], ανάμεικτη [[μάζα]] από σκουπίδια, απόβλητα, σε Πίνδ.
}}
}}