Anonymous

παμποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παμποίκιλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], [[πολυποίκιλος]] («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάθε]] [[λογής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, [[πολλαπλός]], [[πολυειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πολυμήχανος]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παμποίκιλον [[ὕφασμα]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[οικουμένη]] <b>(Φίλ.)</b>·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]].
|mltxt=[[παμποίκιλος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], [[πολυποίκιλος]] («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάθε]] [[λογής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] είδη, [[πολλαπλός]], [[πολυειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πολυμήχανος]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παμποίκιλον [[ὕφασμα]]»<br /><b>μτφ.</b> η [[οικουμένη]] <b>(Φίλ.)</b>·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποικίλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παμποίκῐλος:''' -ον, [[πολυποίκιλος]], αυτός που έχει γίνει με πλούσια και ποικίλη [[εργασία]], σε Όμηρ.· [[γεμάτος]] σημάδια, λέγεται για φαιοκίτρινα δέρματα, σε Ευρ.
}}
}}