Anonymous

παλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παλάσσω]] (Α)<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ' αἵματι [[θώρηξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άσσω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιμ</i>-<i>άσσω</i>, <i>λαιμ</i>-<i>άσσω</i>, <i>σταλ</i>-<i>άσσω</i>). Η [[σύνδεση]] του ρ. [[παλάσσω]] (Ι) τόσο με τις λ. [[πάλη]] (II) «[[αλεύρι]]», [[παλύνω]] «[[πασπαλίζω]]» όσο και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πάλκος]]<br />[[πηλός]] και με το λιθουαν. <i>pelke</i> «[[έλος]], [[τέλμα]]» δεν θεωρείται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />[[παλάσσω]] (Α)<br />([[κυρίως]] στο μέσ. και παθ.) <i>παλάσσομαι</i><br />α) (για πράγματα) i) διασκορπίζομαι [[μακριά]], διασπείρομαι («[[ἐγκέφαλος]] δὲ [[ἔνδον]] [[ἅπας]] πεπάλακτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ii) σχίζομαι<br />β) ([[ιδίως]] στον μέσ. παρακμ.) <i>πεπάλαγμαι</i><br />(για πρόσ. που τραβούσαν λαχνούς, κλήρους) [[πάλλω]], [[κουνώ]] («τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[αιμάσσω]]). Εκτός από τον παρακμ. <i>πεπάλαγμαι</i>, μαρτυρείται και τ. <i>πεπάλαχθε</i> (<b>πρβλ.</b> [[παλαχή]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παλάσσω]] (Α)<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ' αἵματι [[θώρηξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άσσω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιμ</i>-<i>άσσω</i>, <i>λαιμ</i>-<i>άσσω</i>, <i>σταλ</i>-<i>άσσω</i>). Η [[σύνδεση]] του ρ. [[παλάσσω]] (Ι) τόσο με τις λ. [[πάλη]] (II) «[[αλεύρι]]», [[παλύνω]] «[[πασπαλίζω]]» όσο και με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πάλκος]]<br />[[πηλός]] και με το λιθουαν. <i>pelke</i> «[[έλος]], [[τέλμα]]» δεν θεωρείται πιθανή].———————— <b>(II)</b><br />[[παλάσσω]] (Α)<br />([[κυρίως]] στο μέσ. και παθ.) <i>παλάσσομαι</i><br />α) (για πράγματα) i) διασκορπίζομαι [[μακριά]], διασπείρομαι («[[ἐγκέφαλος]] δὲ [[ἔνδον]] [[ἅπας]] πεπάλακτο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ii) σχίζομαι<br />β) ([[ιδίως]] στον μέσ. παρακμ.) <i>πεπάλαγμαι</i><br />(για πρόσ. που τραβούσαν λαχνούς, κλήρους) [[πάλλω]], [[κουνώ]] («τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[πάλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[αιμάσσω]]). Εκτός από τον παρακμ. <i>πεπάλαγμαι</i>, μαρτυρείται και τ. <i>πεπάλαχθε</i> (<b>πρβλ.</b> [[παλαχή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Παθ. παρακ. [[πεπάλαγμαι]]· Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπάλακτο</i>· ([[πάλλω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ραντίζω]], [[λερώνω]], [[μολύνω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κυρίως]] στην Παθ., σε Όμηρ. — Μέσ., <i>παλάσσετο χεῖρας</i>, μόλυνε τα χέρια του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., επίσης λέγεται για πράγματα, διασκορπίζομαι, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. παρακ., λέγεται για τους κλήρους που τραβούσαν μέσα από [[υδρία]], <i>κλήρῳ πεπαλάχθαι</i>, [[αποφασίζω]] με κλήρο για την [[τύχη]] κάποιου, σε Όμηρ.· πρβλ. [[πάλος]].
}}
}}