Anonymous

παρακουστέον: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακουστέον''': ρημ. ἐπιθ., τοῦ [[παρακούω]], δεῖ παρακού­ειν, τινός Μουσών. Παρά Στοβ. 458. 11.
|lstext='''παρακουστέον''': ρημ. ἐπιθ., τοῦ [[παρακούω]], δεῖ παρακού­ειν, τινός Μουσών. Παρά Στοβ. 458. 11.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακουστέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να παρακούσει, <i>τινός</i>, σε Μουσ., [[παρά]] Στοβ.
}}
}}