Anonymous

πάρευνος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμάται [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[σύζυγος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] [[μαζί]] με κάποιον ή αυτός που [[είναι]] [[πάντοτε]] [[κοντά]] σε κάποιον, ο [[σύντροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐνή]] «[[κρεβάτι]]»].
|mltxt=-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμάται [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[σύζυγος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάντοτε]] [[μαζί]] με κάποιον ή αυτός που [[είναι]] [[πάντοτε]] [[κοντά]] σε κάποιον, ο [[σύντροφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐνή]] «[[κρεβάτι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάρευνος:''' -ον ([[εὐνή]]), αυτός που ξαπλώνει δίπλα ή μαζί, [[σύζυγος]]· μεταφ., [[πῆμα]] πατρὶ πάρευνον, σε Αισχύλ.
}}
}}