3,277,114
edits
(30) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψοφάγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει [[χωρίς]] [[ψωμί]] εδέσματα τα οποία [[συνήθως]] συνοδεύονται με [[ψωμί]], ο [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, [[καλοφαγάς]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]], [[έδεσμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φάγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χορτο</i>-[[φάγος]]. | |mltxt=[[ὀψοφάγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει [[χωρίς]] [[ψωμί]] εδέσματα τα οποία [[συνήθως]] συνοδεύονται με [[ψωμί]], ο [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, [[καλοφαγάς]]<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]], [[έδεσμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φάγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χορτο</i>-[[φάγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀψοφάγος:''' [ᾰ], ὁ ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει τρόφιμα που θεωρούνται ότι πρέπει να τρώγονται μαζί με [[ψωμί]], όπως ψάρι καιλιχουδιές, [[λιχούδης]], [[επικούρειος]], [[τρυφηλός]], σε Αριστοφ., Ξεν.· ανώμ. υπερθ. [[ὀψοφαγίστατος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |