Anonymous

παρισόομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_1)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρισόομαι''': ([[ἴσος]]) Παθ., ποιῶ ἐμαυτὸν ἴσον τινί, μετρῶ ἐμαυτὸν [[πρός]] τινα, παρισεύμενος (διάφ. γραφ. παρισούμενος) Δαρείῳ Ἡρόδ. 4. 166· παρισεύμενοι βασιλέϊ 8. 140, 1· ἐπεί ἡ Ἑλένῃ παρισωθῇ Θεόκρ. 18. 25. 2) [[γίνομαι]] [[ἴσως]] [[πρός]] τινα, τινι Πλάτ. Πολ. 409Ε· εἶμαι ἐπ᾿ ἴσης [[μέγας]] ὡς, Παυσ. 8. 25, 13.
|lstext='''παρισόομαι''': ([[ἴσος]]) Παθ., ποιῶ ἐμαυτὸν ἴσον τινί, μετρῶ ἐμαυτὸν [[πρός]] τινα, παρισεύμενος (διάφ. γραφ. παρισούμενος) Δαρείῳ Ἡρόδ. 4. 166· παρισεύμενοι βασιλέϊ 8. 140, 1· ἐπεί ἡ Ἑλένῃ παρισωθῇ Θεόκρ. 18. 25. 2) [[γίνομαι]] [[ἴσως]] [[πρός]] τινα, τινι Πλάτ. Πολ. 409Ε· εἶμαι ἐπ᾿ ἴσης [[μέγας]] ὡς, Παυσ. 8. 25, 13.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρῐσόομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ισώθην</i>· ([[ἴσος]])·<br /><b class="num">1.</b> Παθ., εξισώνομαι, ισοδυναμούμαι, [[συγκρίνω]] με, με δοτ., σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[γίνομαι]] [[ίσος]] ή όμοιος με, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.
}}
}}