3,277,121
edits
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α [[πάνδημος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ολόκληρο]] τον λαό, [[κοινός]], [[δημόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με τη [[συμμετοχή]] ολόκληρου του λαού, [[παλλαϊκός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πανδήμιος]] [[πόλις]]» — η [[πόλη]] με όλους τους κατοίκους της<br />β) «[[πανδήμιος]] [[ἄγρη]]» — [[ψάρεμα]] [[κάθε]] είδους ιχθύων<br />γ) «πανδήμιον [[ἦμαρ]]» — [[ημέρα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας [[ολόκληρος]] ο [[λαός]] πανηγυρίζει. | |mltxt=και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α [[πάνδημος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ολόκληρο]] τον λαό, [[κοινός]], [[δημόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με τη [[συμμετοχή]] ολόκληρου του λαού, [[παλλαϊκός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πανδήμιος]] [[πόλις]]» — η [[πόλη]] με όλους τους κατοίκους της<br />β) «[[πανδήμιος]] [[ἄγρη]]» — [[ψάρεμα]] [[κάθε]] είδους ιχθύων<br />γ) «πανδήμιον [[ἦμαρ]]» — [[ημέρα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας [[ολόκληρος]] ο [[λαός]] πανηγυρίζει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πανδήμιος:''' -ον, = το επόμ., πτωχὸς [[πανδήμιος]], αυτός που ζητιανεύει σε όλους τους ανθρώπους, [[δημόσιος]] [[επαίτης]], σε Ομήρ. Οδ.· [[πανδήμιος]] [[πόλις]], η πόλη με όλους τους κατοίκους της, σε Σοφ. | |||
}} | }} |