Anonymous

πανδήμιος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α [[πάνδημος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ολόκληρο]] τον λαό, [[κοινός]], [[δημόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με τη [[συμμετοχή]] ολόκληρου του λαού, [[παλλαϊκός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πανδήμιος]] [[πόλις]]» — η [[πόλη]] με όλους τους κατοίκους της<br />β) «[[πανδήμιος]] [[ἄγρη]]» — [[ψάρεμα]] [[κάθε]] είδους ιχθύων<br />γ) «πανδήμιον [[ἦμαρ]]» — [[ημέρα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας [[ολόκληρος]] ο [[λαός]] πανηγυρίζει.
|mltxt=και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α [[πάνδημος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[ολόκληρο]] τον λαό, [[κοινός]], [[δημόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με τη [[συμμετοχή]] ολόκληρου του λαού, [[παλλαϊκός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πανδήμιος]] [[πόλις]]» — η [[πόλη]] με όλους τους κατοίκους της<br />β) «[[πανδήμιος]] [[ἄγρη]]» — [[ψάρεμα]] [[κάθε]] είδους ιχθύων<br />γ) «πανδήμιον [[ἦμαρ]]» — [[ημέρα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας [[ολόκληρος]] ο [[λαός]] πανηγυρίζει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πανδήμιος:''' -ον, = το επόμ., πτωχὸς [[πανδήμιος]], αυτός που ζητιανεύει σε όλους τους ανθρώπους, [[δημόσιος]] [[επαίτης]], σε Ομήρ. Οδ.· [[πανδήμιος]] [[πόλις]], η πόλη με όλους τους κατοίκους της, σε Σοφ.
}}
}}