Anonymous

παρατίλλω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρατίλλομαι</i><br />[[αραιώνω]] πυκνοσπαρμένη [[φυτεία]] με [[απόσπαση]] μερικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] από τα διάφορα μέρη του σώματος κάποιου, [[εκτός]] της κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (γενικά)<br />[[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] μου, [[κάνω]] [[αποτρίχωση]], [[μαδώ]], τις [[τρίχες]] μου<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρατετιλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />εντελώς [[μαδημένος]], όπως ήταν οι γυναίκες και οι φιλήδονοι άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίλλω]] «[[μαδώ]], [[τραβώ]] τις [[τρίχες]] μου»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παρατίλλομαι</i><br />[[αραιώνω]] πυκνοσπαρμένη [[φυτεία]] με [[απόσπαση]] μερικών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] από τα διάφορα μέρη του σώματος κάποιου, [[εκτός]] της κεφαλής («τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (γενικά)<br />[[αποσπώ]] τις [[τρίχες]] μου, [[κάνω]] [[αποτρίχωση]], [[μαδώ]], τις [[τρίχες]] μου<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>παρατετιλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />εντελώς [[μαδημένος]], όπως ήταν οι γυναίκες και οι φιλήδονοι άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίλλω]] «[[μαδώ]], [[τραβώ]] τις [[τρίχες]] μου»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατίλλω:''' μέλ. <i>-τῐλῶ</i>, [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]], [[βγάζω]] τα μαλλιά, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[ξεριζώνω]] τα μαλλιά κάποιου, στον ίδ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>παρατετιλμένος</i>, <i>-η</i>, εντελώς [[μαδημένος]], στον ίδ.
}}
}}