Anonymous

παροιμιάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[παροιμία]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>παροιμιάζομαι</i><br />α) [[κάνω]] [[κάτι]] [[παροιμία]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[μιλώ]] με παροιμίες, [[εκφράζω]] [[κάτι]] με παροιμίες, [[κάνω]] [[χρήση]] παροιμίας για να εκφράσω [[κάτι]] («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι [[ἑκάστοτε]] παροιμιαζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], λέγομαι ως [[παροιμία]] («τὸ [[περί]] τῆς Λιβύης παροιμιαζὀμενον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παροιμιάζεσθαι» — [[είναι]] παροιμιώδες, έχει γίνει [[παροιμία]]<br />β) «τὸ παροιμιαζομενν» — αυτό που λέγεται ως [[παροιμία]], [[καθώς]] λοέγει η [[παροιμία]]<br />γ) «τὸν Σολομῶντα ἐπαροιμίαζεν» — μνημόνευε, παρέθετε, ανέφερε τις παροιμίες του Σολομώντος (ΠΔ).
|mltxt=Α [[παροιμία]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>παροιμιάζομαι</i><br />α) [[κάνω]] [[κάτι]] [[παροιμία]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[μιλώ]] με παροιμίες, [[εκφράζω]] [[κάτι]] με παροιμίες, [[κάνω]] [[χρήση]] παροιμίας για να εκφράσω [[κάτι]] («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι [[ἑκάστοτε]] παροιμιαζόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], λέγομαι ως [[παροιμία]] («τὸ [[περί]] τῆς Λιβύης παροιμιαζὀμενον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παροιμιάζεσθαι» — [[είναι]] παροιμιώδες, έχει γίνει [[παροιμία]]<br />β) «τὸ παροιμιαζομενν» — αυτό που λέγεται ως [[παροιμία]], [[καθώς]] λοέγει η [[παροιμία]]<br />γ) «τὸν Σολομῶντα ἐπαροιμίαζεν» — μνημόνευε, παρέθετε, ανέφερε τις παροιμίες του Σολομώντος (ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροιμιάζω:''' μέλ. <i>—σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] ως [[παροιμία]]· — Παθ., [[γίνομαι]] [[παροιμιώδης]], σε Πλατ. ΙI. Μέσ., [[μιλώ]] με ρητά ή γνωμικά, στον ίδ.
}}
}}