Anonymous

πέδιλον: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α<br />[[είδος]] υποδήματος που υπάρχει από την [[αρχαιότητα]] και το οποίο καλύπτει με [[δέρμα]] ή παρόμοιο υλικό μόνο το [[πέλμα]] ή και τον ταρσό του ποδιού, ενώ συγκρατείται [[πάνω]] στο [[πόδι]] με κορδόνια ή λουριά, [[σανδάλι]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[ποδάγρα]], σκοινοθηλιά με την οποία δένουν τα πόδια τών αλόγων τη [[νύχτα]] και τών αγελάδων [[κατά]] το [[άρμεγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] παραπλήσιο [[υπόδημα]], όπως [[παγοπέδιλο]], [[τροχοπέδιλο]], [[ξυλοπέδιλο]]<br /><b>2.</b> ξύλινο ή μεταλλικό [[τεμάχιο]] που χρησιμεύει για να στηρίζει ή να προφυλάσσει [[κάτι]] από τη [[φθορά]] (α. «πέδιλο της προσωμίδας κοντακίου» — μεταλλικό [[τεμάχιο]] που επικαλύπτει την [[προσωμίδα]] του κοντακίου τών όπλων<br />β. «πέδιλο του κολεού της σπάθης» — μεταλλικό πέταλλο στο [[κάτω]] [[άκρο]] του κολεού που το προφυλάσσει από τη [[φθορά]] [[κατά]] τις κρούσεις του στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> <b>(μηχαν.)</b> [[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] πεπλατυσμένος [[μοχλός]], [[πάνω]] στον οποίο πατώντας [[κανείς]] βάζει σε [[κίνηση]] με διωστήρα, ιμάντα, [[στρόφαλο]] κ.λπ. έναν [[άλλο]] μηχανισμό, αλλ. [[ποδωστήρας]], [[ποδόπληκτρο]], [[υποπόδιο]], [[πατήθρα]], [[πεντάλ]], [[πετάλι]]<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> «πέδιλο πόλου» — το πλατύτερο [[μέρος]] του μαγνητικού πόλου μιας ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος το οποίο τοποθετείται [[προς]] το [[μέρος]] του επαγωγικού τυμπάνου, διαχέει τη μαγνητική ροή σε μεγάλο [[μέρος]] της περιφέρειας του δρομέα και συγκρατεί το μαγνητικό [[τύλιγμα]] του πόλου<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> ξύλινη [[βάση]] στερεωμένη στο εσωτερικό λέμβου που χρησιμεύει για να σφηνώνεται σε αυτήν ο [[ιστός]] της, κν. [[σκάτσα]]<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> το [[ποδόπληκτρο]]<br /><b>7.</b> <b>(οικοδ.)</b> το [[πέλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποδήματα [[συχνά]] φτερωτά (πτερόεντα) που φορούσαν οι θεοί και είχαν τη [[δύναμη]] να τους φέρουν [[πάνω]] από τη γη ή τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> [[ψηλά]] υποδήματα, ενδρομίδες, μπότες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ρυθμός]], [[μέλος]] (α. «Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι», <b>Πίνδ.</b><br />τη [[φωνή]] ρυθμίζει σύμφωνα με το δώριο [[μέλος]], τη δώρια [[αρμονία]]<br />β. «ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν», <b>Πίνδ.</b><br />το να βρίσκεται [[κανείς]] σε αυτήν την [[κατάσταση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέδιλο</i> παράγεται από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>ped</i>- «[[πόδι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πους]]) με κατάλ. -<i>ιλ</i>-<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>μυστ</i>-<i>ίλ</i>-<i>η</i>, <i>στρόβ</i>-<i>ιλ</i>-<i>ος</i>). Η [[άποψη]] ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>πέδ</i>-<i>ι</i>-<i>Fλον</i> δεν θεωρείται πιθανή, [[αφού]] [[ένας]] [[τέτοιος]] τ. θα οδηγούσε σε τ. <i>πέδιλλον</i>, του οποίου όμως η ύπαρξη παραμένει αμφίβολη. Άλλωστε και η [[παρουσία]] στη Μυκηναϊκή ορισμένων σχετικών τ. <i>pediro</i>, <i>pedira</i>, <i>pediroi</i> αντιτίθεται στην [[άποψη]] αυτή (<b>πρβλ.</b> [[πέδη]], [[πέδον]], [[πέζα]], [[πεζός]])].
|mltxt=το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α<br />[[είδος]] υποδήματος που υπάρχει από την [[αρχαιότητα]] και το οποίο καλύπτει με [[δέρμα]] ή παρόμοιο υλικό μόνο το [[πέλμα]] ή και τον ταρσό του ποδιού, ενώ συγκρατείται [[πάνω]] στο [[πόδι]] με κορδόνια ή λουριά, [[σανδάλι]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[ποδάγρα]], σκοινοθηλιά με την οποία δένουν τα πόδια τών αλόγων τη [[νύχτα]] και τών αγελάδων [[κατά]] το [[άρμεγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] παραπλήσιο [[υπόδημα]], όπως [[παγοπέδιλο]], [[τροχοπέδιλο]], [[ξυλοπέδιλο]]<br /><b>2.</b> ξύλινο ή μεταλλικό [[τεμάχιο]] που χρησιμεύει για να στηρίζει ή να προφυλάσσει [[κάτι]] από τη [[φθορά]] (α. «πέδιλο της προσωμίδας κοντακίου» — μεταλλικό [[τεμάχιο]] που επικαλύπτει την [[προσωμίδα]] του κοντακίου τών όπλων<br />β. «πέδιλο του κολεού της σπάθης» — μεταλλικό πέταλλο στο [[κάτω]] [[άκρο]] του κολεού που το προφυλάσσει από τη [[φθορά]] [[κατά]] τις κρούσεις του στο [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> <b>(μηχαν.)</b> [[ξύλινος]] ή [[μεταλλικός]] πεπλατυσμένος [[μοχλός]], [[πάνω]] στον οποίο πατώντας [[κανείς]] βάζει σε [[κίνηση]] με διωστήρα, ιμάντα, [[στρόφαλο]] κ.λπ. έναν [[άλλο]] μηχανισμό, αλλ. [[ποδωστήρας]], [[ποδόπληκτρο]], [[υποπόδιο]], [[πατήθρα]], [[πεντάλ]], [[πετάλι]]<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> «πέδιλο πόλου» — το πλατύτερο [[μέρος]] του μαγνητικού πόλου μιας ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος το οποίο τοποθετείται [[προς]] το [[μέρος]] του επαγωγικού τυμπάνου, διαχέει τη μαγνητική ροή σε μεγάλο [[μέρος]] της περιφέρειας του δρομέα και συγκρατεί το μαγνητικό [[τύλιγμα]] του πόλου<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> ξύλινη [[βάση]] στερεωμένη στο εσωτερικό λέμβου που χρησιμεύει για να σφηνώνεται σε αυτήν ο [[ιστός]] της, κν. [[σκάτσα]]<br /><b>6.</b> <b>μουσ.</b> το [[ποδόπληκτρο]]<br /><b>7.</b> <b>(οικοδ.)</b> το [[πέλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποδήματα [[συχνά]] φτερωτά (πτερόεντα) που φορούσαν οι θεοί και είχαν τη [[δύναμη]] να τους φέρουν [[πάνω]] από τη γη ή τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> [[ψηλά]] υποδήματα, ενδρομίδες, μπότες<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ρυθμός]], [[μέλος]] (α. «Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόξαι», <b>Πίνδ.</b><br />τη [[φωνή]] ρυθμίζει σύμφωνα με το δώριο [[μέλος]], τη δώρια [[αρμονία]]<br />β. «ἐν τούτῳ πεδίλῳ πόδ' ἔχειν», <b>Πίνδ.</b><br />το να βρίσκεται [[κανείς]] σε αυτήν την [[κατάσταση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέδιλο</i> παράγεται από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>ped</i>- «[[πόδι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πους]]) με κατάλ. -<i>ιλ</i>-<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>μυστ</i>-<i>ίλ</i>-<i>η</i>, <i>στρόβ</i>-<i>ιλ</i>-<i>ος</i>). Η [[άποψη]] ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>πέδ</i>-<i>ι</i>-<i>Fλον</i> δεν θεωρείται πιθανή, [[αφού]] [[ένας]] [[τέτοιος]] τ. θα οδηγούσε σε τ. <i>πέδιλλον</i>, του οποίου όμως η ύπαρξη παραμένει αμφίβολη. Άλλωστε και η [[παρουσία]] στη Μυκηναϊκή ορισμένων σχετικών τ. <i>pediro</i>, <i>pedira</i>, <i>pediroi</i> αντιτίθεται στην [[άποψη]] αυτή (<b>πρβλ.</b> [[πέδη]], [[πέδον]], [[πέζα]], [[πεζός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέδῑλον:''' τό ([[πέδη]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]] στον πληθ., σανδάλια, σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε καλύπτει τα πόδια, παπούτσια ή μπότες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., <i>Δωρίῳ πεδίλῳ φωνὰν ἐναρμόζαι</i>, δηλ. [[ανασκευάζω]] τραγούδια σύμφωνα με το Δωρικό ρυθμό, σε Πίνδ.· επίσης, ἐν [[τούτῳ]] πεδίλῳ πόδ' ἔχειν, [[βάζω]] τα πόδια μου στο [[παπούτσι]] κάποιου άλλου, δηλ. έχω την [[ίδια]] [[τύχη]] ή βρίσκομαι στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με αυτόν, στον ίδ.
}}
}}