Anonymous

παραδυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ασκώ]] ισχύ ή [[επιρροή]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλεύω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[συμβασιλεύω]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[ασκώ]] ισχύ ή [[επιρροή]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[βασιλεύω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή [[μαζί]] με κάποιον, [[συμβασιλεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξουσιάζω]] μαζί με κάποιον [[άλλο]], σε Θουκ.
}}
}}