Anonymous

παρασπιστής: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[παρασπίζω]]<br /><b>1.</b> [[ασπιδοφόρος]], [[οπλοφόρος]] που μάχεται [[κοντά]] σε άλλον<br /><b>2.</b> ο [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[συμμαχητής]], [[συμπολεμιστής]].
|mltxt=ὁ, Α [[παρασπίζω]]<br /><b>1.</b> [[ασπιδοφόρος]], [[οπλοφόρος]] που μάχεται [[κοντά]] σε άλλον<br /><b>2.</b> ο [[σύντροφος]] στη [[μάχη]], [[συμμαχητής]], [[συμπολεμιστής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασπιστής:''' -οῦ, ὁ, [[σύντροφος]] στα όπλα, σε Ευρ.
}}
}}