Anonymous

πάχετος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνός]], [[χοντρός]] («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κόμπο ή δεσμό) [[σφιχτός]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) <i>τὸ [[πάχετος]]<br />ο όγκος, το [[πάχος]] («τοῡ [[πάχετος]] μῆκός τε πολύτροπον», <b>Νίκ.</b> Θηρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρ</i>-[[ετός]], <i>συρφ</i>-[[ετός]]). Το [[επίθημα]] έχει πιθ. αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>περιμήκ</i>-<i>ετος</i>). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. <i>τὸ [[πάχετος]] έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] το: [[πάχος]], (<i>τὸ</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάχεθος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μέγ</i>-<i>εθος</i>) με [[ανομοίωση]]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνός]], [[χοντρός]] («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κόμπο ή δεσμό) [[σφιχτός]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) <i>τὸ [[πάχετος]]<br />ο όγκος, το [[πάχος]] («τοῡ [[πάχετος]] μῆκός τε πολύτροπον», <b>Νίκ.</b> Θηρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρ</i>-[[ετός]], <i>συρφ</i>-[[ετός]]). Το [[επίθημα]] έχει πιθ. αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>περιμήκ</i>-<i>ετος</i>). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. <i>τὸ [[πάχετος]] έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] το: [[πάχος]], (<i>τὸ</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάχεθος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μέγ</i>-<i>εθος</i>) με [[ανομοίωση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάχετος:''' -ον, φαινομενικά ποιητ. [[τύπος]] του [[παχύς]], [[συμπαγής]], ατόφιος, όπως το [[περιμήκετος]] του [[περιμήκης]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}