Anonymous

πενθικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πένθος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο [[πένθος]], ο [[πένθιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενθικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πενθικῶς ἔχω τινός» — [[πενθώ]] για κάποιον.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πένθος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο [[πένθος]], ο [[πένθιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενθικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πενθικῶς ἔχω τινός» — [[πενθώ]] για κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πενθῐκός:''' -ή, -όν ([[πένθος]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο [[πένθος]], [[πένθιμος]]· επίρρ., [[πενθικῶς]] ἔχειν τινός, βρίσκομαι σε [[πένθος]] για κάποιον, σε Ξεν.
}}
}}