3,274,216
edits
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πένθος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο [[πένθος]], ο [[πένθιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενθικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πενθικῶς ἔχω τινός» — [[πενθώ]] για κάποιον. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[πένθος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο [[πένθος]], ο [[πένθιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενθικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πενθικῶς ἔχω τινός» — [[πενθώ]] για κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πενθῐκός:''' -ή, -όν ([[πένθος]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο [[πένθος]], [[πένθιμος]]· επίρρ., [[πενθικῶς]] ἔχειν τινός, βρίσκομαι σε [[πένθος]] για κάποιον, σε Ξεν. | |||
}} | }} |