Anonymous

παρθενικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
(5)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parthenikos
|Transliteration C=parthenikos
|Beta Code=parqeniko/s
|Beta Code=parqeniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a maiden</b>, σκευή <span class="bibl">D.S.16.26</span> ; ὁ π. χιτών Plu.<b class="b2">Comp. Lyc.Num</b>.3 ; <b class="b3">ἀνὴρ π</b>. <span class="bibl">LXX <span class="title">Jl.</span>1.8</span> (cf. παρθένιος <span class="bibl">1.2</span>) ; <b class="b3">π. ἀνδριάς</b> statue of a matron <b class="b2">represented as a maiden</b>, BMus.Inscr.1047 ; παρθενικὰ πράττειν <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">παρθενικόν, τό,</b> = [[ἀρτεμισία]], Ps.-Dsc.3.113.</span>
|Definition=παρθενική, παρθενικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of a maiden]] or [[for a maiden]], σκευή [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.26; ὁ παρθενικός [[χιτών]] Plu.''Comp. Lyc.Num''.3; [[ἀνὴρ παρθενικός]] [[LXX]] ''Jl.''1.8 (cf. [[παρθένιος]] 1.2); [[παρθενικός ἀνδριάς]] = [[statue]] of a [[matron]] [[represented as a maiden]], BMus.Inscr.1047; παρθενικὰ [[πράττειν]] Ael.''VH''12.1.<br><span class="bld">II</span> [[παρθενικόν]], τό, = [[ἀρτεμισία]], Ps.-Dsc.3.113.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] wie [[παρθένιος]], jungfräulich, [[κόρη]], Epigr. bei Ath. II, 61 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] wie [[παρθένιος]], [[jungfräulich]], [[κόρη]], Epigr. bei Ath. II, 61 b.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παρθενικός''': , -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ [[παρθένιος]], ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. [[παρθένιος]]˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.
|btext=ή, όν :<br />de jeune fille ; [[ἡ παρθενική]], [[jeune fille vierge]].<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρθενικός -ή -όν [παρθένος] [[meisjes-]]:; παρθενικὸς χιτών de [[meisjesjurk]] Plut. Num. 25.7; poët. subst. [[ἡ παρθενική]] = [[meisje]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
|elrutext='''παρθενικός:''' [[девичий]] ([[χιτών]] Plut.).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[παρθενικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε [[κορίτσι]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη [[φορά]] («παρθενικό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[ηθικός]] («όπου 'χε σαν παρθενικό [[τριαντάφυλλο]] το [[στόμα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθενικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> μεμβράνη που κλείνει, [[άλλοτε]] λιγότερο και [[άλλοτε]] περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[παρθενική]]<br />ανύπαντρο [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παρθενικόν</i><br />το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παρθενικὴ νεῆνις» — [[παρθένος]] [[κόρη]]<br />β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει [[κανείς]] έργα που αρμόζουν σε παρθένο<br />γ) «παρθενικὸς [[ανήρ]]» — ο [[σύζυγος]] παρθένου, ο [[πρώτος]] άντρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρθενικώς</i> και -ά / <i>παρθενικῶς</i>, ΝΜ<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.
|mltxt=-ή, -ό / [[παρθενικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε [[κορίτσι]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη [[φορά]] («παρθενικό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[ηθικός]] («όπου 'χε σαν παρθενικό [[τριαντάφυλλο]] το [[στόμα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθενικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> μεμβράνη που κλείνει, [[άλλοτε]] λιγότερο και [[άλλοτε]] περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[παρθενική]]<br />ανύπαντρο [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παρθενικόν</i><br />το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παρθενικὴ νεῆνις» — [[παρθένος]] [[κόρη]]<br />β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει [[κανείς]] έργα που αρμόζουν σε παρθένο<br />γ) «παρθενικὸς [[ανήρ]]» — ο [[σύζυγος]] παρθένου, ο [[πρώτος]] άντρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρθενικώς</i> και -ά / <i>παρθενικῶς</i>, ΝΜ<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρθενικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παρθένα]], [[αγνός]], [[άσπιλος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρθενικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παρθένα]], [[αγνός]], [[άσπιλος]], σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''παρθενικός''': -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ [[παρθένιος]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. [[παρθένιος]]˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρθενικός]], ή, όν<br />of or for a [[maiden]], Plut.
}}
{{elmes
|esmgtx=-όν [[virginal]], [[virgen]] de Dafne δάφνη, μαντοσύνης ἱερὸν φυτὸν Ἀπόλλωνος, Δάφνη παρθενική <b class="b3">laurel, sagrada planta de la adivinación de Apolo, virginal Dafne</b> P VI 41 sent. fig., de tierra para modelar una estatua λαβὼν φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου κηʹ καὶ γῆς παρθενικῆς καὶ ἀρτεμισίας σπέρματος <b class="b3">toma veintiocho hojas de laurel medular, tierra virgen y semilla de artemisa</b> P V 371
}}
}}