3,274,216
edits
(5) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parthenikos | |Transliteration C=parthenikos | ||
|Beta Code=parqeniko/s | |Beta Code=parqeniko/s | ||
|Definition= | |Definition=παρθενική, παρθενικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of a maiden]] or [[for a maiden]], σκευή [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.26; ὁ παρθενικός [[χιτών]] Plu.''Comp. Lyc.Num''.3; [[ἀνὴρ παρθενικός]] [[LXX]] ''Jl.''1.8 (cf. [[παρθένιος]] 1.2); [[παρθενικός ἀνδριάς]] = [[statue]] of a [[matron]] [[represented as a maiden]], BMus.Inscr.1047; παρθενικὰ [[πράττειν]] Ael.''VH''12.1.<br><span class="bld">II</span> [[παρθενικόν]], τό, = [[ἀρτεμισία]], Ps.-Dsc.3.113. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] wie [[παρθένιος]], jungfräulich, [[κόρη]], Epigr. bei Ath. II, 61 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] wie [[παρθένιος]], [[jungfräulich]], [[κόρη]], Epigr. bei Ath. II, 61 b. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />de jeune fille ; [[ἡ παρθενική]], [[jeune fille vierge]].<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρθενικός -ή -όν [παρθένος] [[meisjes-]]:; ὁ παρθενικὸς χιτών de [[meisjesjurk]] Plut. Num. 25.7; poët. subst. [[ἡ παρθενική]] = [[meisje]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''παρθενικός:''' [[девичий]] ([[χιτών]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρθενικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε [[κορίτσι]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη [[φορά]] («παρθενικό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[ηθικός]] («όπου 'χε σαν παρθενικό [[τριαντάφυλλο]] το [[στόμα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθενικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> μεμβράνη που κλείνει, [[άλλοτε]] λιγότερο και [[άλλοτε]] περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[παρθενικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε [[κορίτσι]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη [[φορά]] («παρθενικό [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[ηθικός]] («όπου 'χε σαν παρθενικό [[τριαντάφυλλο]] το [[στόμα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παρθενικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> μεμβράνη που κλείνει, [[άλλοτε]] λιγότερο και [[άλλοτε]] περισσότερο τέλεια, την είσοδο του κόλπου στις παρθένους και η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[παρθενική]]<br />ανύπαντρο [[κορίτσι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παρθενικόν</i><br />το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παρθενικὴ νεῆνις» — [[παρθένος]] [[κόρη]]<br />β) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει [[κανείς]] έργα που αρμόζουν σε παρθένο<br />γ) «παρθενικὸς [[ανήρ]]» — ο [[σύζυγος]] παρθένου, ο [[πρώτος]] άντρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρθενικώς</i> και -ά / <i>παρθενικῶς</i>, ΝΜ<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρθενικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παρθένα]], [[αγνός]], [[άσπιλος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''παρθενικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[παρθένα]], [[αγνός]], [[άσπιλος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρθενικός''': -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ [[παρθένιος]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. [[παρθένιος]]˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρθενικός]], ή, όν<br />of or for a [[maiden]], Plut. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[virginal]], [[virgen]] de Dafne δάφνη, μαντοσύνης ἱερὸν φυτὸν Ἀπόλλωνος, Δάφνη παρθενική <b class="b3">laurel, sagrada planta de la adivinación de Apolo, virginal Dafne</b> P VI 41 sent. fig., de tierra para modelar una estatua λαβὼν φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου κηʹ καὶ γῆς παρθενικῆς καὶ ἀρτεμισίας σπέρματος <b class="b3">toma veintiocho hojas de laurel medular, tierra virgen y semilla de artemisa</b> P V 371 | |||
}} | }} |