Anonymous

πειράζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] (α. «τον πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το [[παράθυρο]];»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παρενοχλώ]] με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια της γειτονιάς»)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] ειρωνικές φράσεις, [[αστεΐζομαι]] (α. «σέ πειράζει, δεν το λέει στα [[σοβαρά]]» β. «πείραξε ο [[ένας]] τον άλλον και ήρθαν στα χέρια»)<br /><b>4.</b> [[δυσαρεστώ]] («μέ πείραξαν τα [[λόγια]] του»)<br /><b>5.</b> [[βλάπτω]], [[επιφέρω]] [[κακό]] («τον πειράζει το [[ποτό]]»)<br /><b>6.</b> (για ζώα, φυτά ή πράγματα) [[υφίσταμαι]] [[βλάβη]]<br /><b>7.</b> [[θίγω]], [[μετακινώ]], [[ανασκαλεύω]] («μην τά πειράζεις [[γιατί]] θα πέσουν»)<br /><b>8.</b> [[φθείρω]] ηθικώς<br /><b>9.</b> <b>απρόσ.</b> <i>δεν πειράζει</i><br />δεν βλάπτει ή δεν [[είναι]] οχληρό ή δυσάρεστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]] («ἑαυτοὺς πειράζετε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> απευθύνομαι σε κάποιον για [[κάτι]] («νῡν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]], [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄλλος]] γὰρ [[ἄλλην]] ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πειράζομαι</i><br />α) [[υφίσταμαι]] πειρασμό δελεαστικό για αποπλάνησή μου, [[υφίσταμαι]] [[δοκιμασία]] («ὁ Ἰησοῡς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῡ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῡ διαβόλου», ΚΔ)<br />β) [[πάσχω]], βασανίζομαι από [[ασθένεια]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο πειράζων</i><br />ο [[διάβολος]], που εμβάλλει σε πειρασμό<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «πειράζεται διὰ βασάνου» — ελέγχεται με [[δοκιμασία]] <b>(Μέν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πείρα]]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] (α. «τον πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το [[παράθυρο]];»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παρενοχλώ]] με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια της γειτονιάς»)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] ειρωνικές φράσεις, [[αστεΐζομαι]] (α. «σέ πειράζει, δεν το λέει στα [[σοβαρά]]» β. «πείραξε ο [[ένας]] τον άλλον και ήρθαν στα χέρια»)<br /><b>4.</b> [[δυσαρεστώ]] («μέ πείραξαν τα [[λόγια]] του»)<br /><b>5.</b> [[βλάπτω]], [[επιφέρω]] [[κακό]] («τον πειράζει το [[ποτό]]»)<br /><b>6.</b> (για ζώα, φυτά ή πράγματα) [[υφίσταμαι]] [[βλάβη]]<br /><b>7.</b> [[θίγω]], [[μετακινώ]], [[ανασκαλεύω]] («μην τά πειράζεις [[γιατί]] θα πέσουν»)<br /><b>8.</b> [[φθείρω]] ηθικώς<br /><b>9.</b> <b>απρόσ.</b> <i>δεν πειράζει</i><br />δεν βλάπτει ή δεν [[είναι]] οχληρό ή δυσάρεστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]] («ἑαυτοὺς πειράζετε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> απευθύνομαι σε κάποιον για [[κάτι]] («νῡν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]], [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄλλος]] γὰρ [[ἄλλην]] ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πειράζομαι</i><br />α) [[υφίσταμαι]] πειρασμό δελεαστικό για αποπλάνησή μου, [[υφίσταμαι]] [[δοκιμασία]] («ὁ Ἰησοῡς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῡ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῡ διαβόλου», ΚΔ)<br />β) [[πάσχω]], βασανίζομαι από [[ασθένεια]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο πειράζων</i><br />ο [[διάβολος]], που εμβάλλει σε πειρασμό<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «πειράζεται διὰ βασάνου» — ελέγχεται με [[δοκιμασία]] <b>(Μέν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πείρα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πειράζω:''' Παθ. αορ. αʹ <i>ἐπειράσθην</i>, παρακ. <i>πεπείρασμαι</i>· όπως το [[πειράω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]] ή [[δοκιμάζω]], <i>τινός</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[προσπαθώ]] να κάνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>πεπειράσθω</i>, [[αφήνω]] τη [[δοκιμασία]] να γίνει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[δοκιμάζω]] ή [[παρασύρω]] έναν άνθρωπο, [[φέρνω]] σε πειρασμό, σε Καινή Διαθήκη· απόλ., <i>ὁ πειράζων</i>, ο Πειρασμός, στο ίδ. — Παθ., δοκιμάζομαι σκληρά, [[γίνομαι]] [[επιρρεπής]] στην [[αμαρτία]], στο ίδ.
}}
}}